Το όραμα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας

Το όραμα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας

3' 45" χρόνος ανάγνωσης

Το όραμα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας ξεπήδησε μέσα από τις στάχτες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πριν καν συζητηθεί η δημιουργία μιας κοινής αγοράς. Η Συνθήκη των Βρυξελλών του 1948 ίδρυσε τη Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση για να προωθήσει τη συλλογική άμυνα στην ελεύθερη Ευρώπη. Η πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ και η παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων Αμερικανών στρατιωτών τελικά κατέστησαν το ΝΑΤΟ τον βασικό εγγυητή της ειρήνης. Ωστόσο, η πτώση του κομμουνισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1980 άλλαξε συθέμελα το γεωπολιτικό περιβάλλον της Γηραιάς Ηπείρου.

Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η ενωμένη Ευρώπη δεσμεύτηκε να συγκροτήσει μια πολιτική ασφάλειας και άμυνας ως κομμάτι της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Τη δεκαετία του 1990, όμως, δεν υπήρχε ούτε αρκετή πολιτική βούληση ούτε ένας απειλητικός εξωτερικός εχθρός για να επισπευσθεί η εμβάθυνση της διακρατικής συνεργασίας στον ευαίσθητο τομέα της άμυνας. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2009, έδωσε νέα πνοή στο συγκεκριμένο εγχείρημα με τη ρήτρα συλλογικής άμυνας σε περίπτωση που ένα κράτος-μέλος δεχθεί επίθεση στο έδαφός του (άρθρο 42, παράγραφος 7). Εκτοτε τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει προξενήσει ένα ισχυρό ψυχολογικό σοκ στις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι μια ευρωπαϊκή χώρα έχει δεχθεί απρόκλητη επίθεση με καταστροφικές συνέπειες. Υπάρχει πλέον μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του Κρεμλίνου. Ακόμα και αν επιτευχθεί μια εκεχειρία σύντομα στην Ουκρανία, οι σχέσεις της Ε.Ε. με τη Μόσχα θα παραμείνουν τεταμένες για αρκετά χρόνια. Το ίδιο πιθανόν να συμβεί με το Ιράν, λόγω της προσπάθειας απόκτησης πυρηνικών όπλων και της αντιπαλότητας με το Ισραήλ. Ταυτόχρονα, η προοπτική επανεμφάνισης του αμερικανικού απομονωτισμού προκαλεί δικαιολογημένα ανησυχία στις Βρυξέλλες.

Η Ε.Ε. επίσης αντιμετωπίζει πολλές ασύμμετρες απειλές στο εγγύς γεωπολιτικό της περιβάλλον που επιτείνουν την ανασφάλειά της. Οι συνεχιζόμενες επιθέσεις των Χούθι εναντίον εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα θέτει σε κίνδυνο το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Ευρώπης. Η θαλάσσια ασφάλεια απειλείται ακόμα από το φαινόμενο της πειρατείας στην Κεντρική Μεσόγειο και στο Κέρας της Αφρικής. Κυβερνοεπιθέσεις από αναθεωρητικές δυνάμεις εκδηλώνονται καθημερινά εναντίον κρίσιμων υποδομών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Η παράνομη μετανάστευση από την Αφρική και την Ασία έχει πυροδοτήσει έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως καταδεικνύουν τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών.

Μόνο με την έκδοση ενός ευρωομολόγου για τη χρηματοδότηση κοινών αμυντικών προμηθειών θα υπάρχει μετρήσιμη πρόοδος και θα χτιστεί η στρατηγική αυτοπεποίθηση της Ευρώπης.

Εντούτοις, ειδικά σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, πρέπει να διαχωρίσουμε το ευκταίο από το εφικτό. Οι δηλώσεις περί επίτευξης στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε. δημιουργούν υψηλές προσδοκίες που πιθανόν να διαψευστούν. Η σύσταση της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) για την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας και η συγκρότηση ενός κοινού αμυντικού ταμείου είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Δυστυχώς, οι διαφορετικές προτεραιότητες των κρατών-μελών και απρόβλεπτοι παράγοντες (π.χ. πανδημία COVID-19, αλλαγή κυβερνήσεων) έχουν οδηγήσει σε μεγάλες καθυστερήσεις στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση αμυντικών πρωτοβουλιών και συστημάτων.

Τώρα χρειάζεται μια ρεαλιστική ενέργεια που θα προσδώσει μια νέα δυναμική στην προσπάθεια να θωρακιστεί καλύτερα αμυντικά η Ε.Ε. Αυτή μπορεί να είναι η έκδοση ενός ευρωομολόγου για τη χρηματοδότηση κοινών αμυντικών προμηθειών. Μόνο έτσι θα υπάρχει μετρήσιμη πρόοδος και θα χτιστεί η στρατηγική αυτοπεποίθηση της Ευρώπης. Παράλληλα, χωρίς αμφιθυμία, η Ε.Ε. πρέπει να έχει τη δική της διακριτή στρατιωτική παρουσία όπου και όταν απαιτείται. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ολοκληρωθεί η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Επέμβασης, που προβλέπεται αρχικά να διαθέτει 5.000 στρατιώτες.

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δύναται να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στις διεργασίες που εξελίσσονται, για τρεις λόγους. Πρώτον, η γεωγραφική θέση της χώρας την καθιστά αναπόφευκτα τοποτηρητή των ευρωπαϊκών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Μαζί με τη Λευκωσία, η Αθήνα έχει αυξήσει με τη στρατιωτική διπλωματία της το ειδικό βάρος της Ε.Ε. στην περιοχή. Δεύτερον, οι Ενοπλες Δυνάμεις διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες που προβλέπεται να αυξηθούν κατακόρυφα μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Η Πολεμική Αεροπορία θα είναι μια από τις ισχυρότερες στη Μεσόγειο και το Πολεμικό Ναυτικό θα μπορεί να επιχειρεί με άνεση όπου απαιτηθεί. Τρίτον, η Αθήνα έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι έχει την πολιτική βούληση να συμβάλει έμπρακτα στην περιφερειακή σταθερότητα. Από τη στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας μέχρι την αποστολή πυροβολαρχίας Patriot στη Σαουδική Αραβία και τη συμμετοχή στην Επιχείρηση «Ασπίδες» στην Ερυθρά Θάλασσα, η Ελλάδα είναι παρούσα ουσιαστικά και όχι στα λόγια. Το εθνικό συμφέρον επιτάσσει το όραμα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας να παραμείνει ζωντανό για να ζήσουν οι επόμενες γενιές Ελλήνων με μεγαλύτερη ασφάλεια.

*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT