Η συζήτηση για τα βιβλία οφείλει να είναι «ασεβής»

Η συζήτηση για τα βιβλία οφείλει να είναι «ασεβής»

5' 39" χρόνος ανάγνωσης

Θα ήθελα να διακρίνω ανάμεσα στο «μιλάω για βιβλία κι ο κόσμος κοιμάται» και στο «μιλάω δήθεν για βιβλία, αλλα επιτίθεμαι στο ήθος και την προσωπικότητα των πάντων, για λίγα λάικς/κλικς/σχόλια». Και τα δύο θα έπρεπε να είναι παρελθόν. Κι όμως, αυτός είναι ο συνηθισμένος τρόπος να μιλήσεις για τα βιβλία σε μία χώρα που το βιβλίο θα είναι ή αριστούργημα ή σκουπίδι, ή ταξιδιάρικο ή ναζιάρικο, ή όλα ή τίποτα. Σπανίως διαφωνούμε στα σοβαρά για τα βιβλία και, αν γίνεται, το κάνουμε σε συνέδρια ή παρέες με μικρό κοινό ή μέσω παρεμβάσεων σε κάποιο από τα διάφορα ιντερνετικά ή έντυπα βιβλιοφιλικά περιοδικά (έχουμε αρκετά, πάλι καλά). 

Οι δημόσιες/ανοιχτές συζητήσεις για τα βιβλία, όμως, είναι ή πληκτικά εγκώμια ή τίκτοκ ή αυτό το αίσχος στη γνωστή πλατφόρμα ξεκατινιάσματος που συμβαίνει εδώ και κάμποσες μέρες και επιχειρεί να επιβάλλει έναν σοβαροφανή, πληκτικό, προβλέψιμο τρόπο συζήτησης για τους συγγραφείς. Μία σεβασμιότητα που δεν έχει να κάνει με τον ειλικρινή σεβασμό, αλλά με το να βλέπεις τη λογοτεχνία από απόσταση, σαν να σού είναι κάτι ξένο. 

Στην πολιτική και στην αισθητική, στην κουλτούρα, στα πάντα το φέισμπουκ εδώ και κάμποσα χρόνια λειτουργεί ως μοχλός αντιδραστικής σκέψης. Ως δύναμη συντηρητικοποίησης, όμως όχι συντήρησης (θυμηθείτε ότι λογοκρίνει μεγάλα έργα τέχνης του ευρωπαϊκού κανόνα). Είναι η πλατφόρμα που επιτρέπει ν’ αναπτυχθούν δυναμικές φίμωσης μέσω του θορύβου και του ξεκατινιάσματος – κάπως σαν το τουίτερ στην Αμερική και άλλες χώρες. Καλά θα ήταν από τη «συζήτηση» που «διεξήχθη» με αφορμή το Μαέστρο, τη Μεγάλη Χίμαιρα, τον Καραγάτση και το πώς διαβάζουμε, να κρατήσουμε κάποια πράγματα εκτός θορύβου. 

Και για αρχή να επαναλάβω τη θέση μου. Θεωρώ ότι κανείς δεν υποχρεούται να διαβάζει σαν να εκτελεί καταναγκαστικά έργα. Οταν συγγραφείς, έργα κλπ. ανάγονται σε εικονίσματα, ανεβαίνουν στο βάθρο, γίνονται εκκλησίες, ο κόσμος τα αντιμετωπίζει με υπερβολικά σεβάσμιο τρόπο, με αποτέλεσμα να μη συνομιλεί πραγματικά με αυτά, αλλά να τα κοιτάζει από απόσταση. Θα ήθελα να σπάσει αυτή η απόσταση και ανένοχα να μπορούμε να πούμε πως κάποιοι μεγάλοι συγγραφείς δεν μάς μιλάνε πια κι ακόμη και να αμφισβητήσουμε το μεγαλείο τους.

Από την άλλη, αν κάποιος σέβεται και αγαπάει πραγματικά το έργο κάποιου που εμένα δεν μού αρέσει, ποια είμαι εγώ να κάνω κουμάντο στη βιβλιοθήκη του; Αυτά είναι αυτονόητα πράγματα, αλλά τα λέω, γιατί με κακή προαίρεση μπορεί κανείς να τρέψει ακόμη και μία πολιτισμένη συζήτηση για το βιβλίο σε μόρταλ κόμπατ ή σε ματς Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Οπότε ας πούμε το προφανές: στη βιβλιοθήκη του ο καθένας έχει ό,τι θέλει. 

Και ας βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά. Ανοιξη του 2023. Ξεφυτρώνει ένα νέο περιοδικό για το βιβλίο, η Βλάβη. Η συντακτική του ομάδα έχει μέσο όρο τα 28 έτη και όρεξη για διάβασμα. Γουστάρει τα βιβλία και θέλει να μιλήσει γι αυτά. Το τεύχος πουλιέται σαν ζεστό ψωμάκι. Μέσα έχει αφιέρωμα «Αποποίηση Κληρονομιάς». Η Τεμπρίδου, η Ασκητοπούλου και ο Σπαθαράκης – άνθρωποι που δεν μπορεί να πει κανείς στα σοβαρά πως δεν ξέρουν από βιβλία και δεν τρίβονται με τις λέξεις – έγραψαν πως κάποιοι λογοτέχνες δεν μάς αρέσουν πια ή μπορεί και να μην μας άρεσαν ποτέ. Εκεί ο Σπαθαράκης είχε ένα κείμενο για τον Καραγάτση πολύ καλό και εμπεριστατωμένο.

Εκείνη την περίοδο είχε διοργανωθεί κι ένα φεστιβάλ για το φύλο και τη λογοτεχνία (μία έμπνευση της Δανάης Σιώζιου και των «μωβ μεδουσών») όπου επίσης συζητήθηκαν θέματα του στυλ πώς γράφουμε και πώς διαβάζουμε στον 21ο αιώνα. Συμμετείχαν σοβαρές συγγραφείς. Στο κοινό ήρθαν ελάχιστοι άνδρες, παρόλο που εμείς πηγαίνουμε και απολαμβάνουμε τα λεγόμενά των ανδρών συναδέλφων μας όταν αυτοί μιλούν κάπου, συχνά σε κάποιο πάνελ που δεν έχει καμία γυναίκα. Πολιτισμένα, χαλαρά, εμπεριστατωμένα και με αγάπη για τη λογοτεχνία, αυτά τα δύο συμβάντα, η έκδοση ενός φρέσκου περιοδικού και η διοργάνωση ενός φεστιβάλ, προκάλεσαν συζητήσεις για το ποιος φτιάχνει τον λογοτεχνικό κανόνα, τι βάζει μέσα, τι διαβάζουμε ως μαθήτριες και μαθητές στο σχολείο και τι διαβάζουμε κι απολαμβάνουμε με δική μας βούληση ως ενήλικες. Φυσικά, ο ελέφαντας στο δωμάτιο ήταν η ανάγκη κάμποσων νέων ανθρώπων να φτιάξουν μία λογοτεχνική συζήτηση που να τους αφορά και να τους περιλαμβάνει.

Στον τοξικό χαμό των σόσιαλ που επιβεβαιώνει τη σημασία του τίτλου αυτής εδώ της στήλης, βλέπω την προσπάθεια να επανέλθει μία μίζερη αντίληψη για τα βιβλία, φονταμενταλιστική, του κατηχητικού. Να βλέπουμε τα βιβλία «με σέβας» ή εικονοκλαστικά, να τα προσκυνούμε ή να τα αποκαθηλώνουμε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ουελμπέκ που δήθεν πρέπει να μας απασχολήσει. Ναι, πρέπει, αλλά μόνον επειδή είναι τεράστιος λογοτέχνης. Τα βιβλία κι οι συγγραφείς τους δεν έχουν ανάγκη από βάθρα ή φωτιές, αλλά από πιστούς αναγνώστες. Οι πραγματικοί αναγνώστες βρίσκονται συνέχεια σε παιδαριώδες μάχες με τους φίλους τους, επειδή το αριστούργημα του ενός, είναι το αδιάφορο μυθιστόρημα του άλλου.

Κλείνοντας, έχω να πω ότι η τοξικότητα δεν είναι διασκεδαστική. Οταν τοποθετήθηκα κι εγώ από κοινού με τον κύριο Χωμενίδη για την Καραγατσιάδα πολλοί άνθρωποι μού στείλανε το μήνυμα τους που ποτέ δεν ζήτησα. Κάμποσα εξ’ αυτών ήταν κακίες για μένα ή τον – πάντα ευγενικό και χαμογελαστό από κοντά – συνομιλητή μου. Ηθελα να πω, όμως, για έναν κύριο που μού έστειλε ένα ευγενικό μήνυμα και μού άρεσε πολύ. Μού είπε πως γι αυτόν ο Καραγάτσης σημαίνει πολλά, τον θεωρεί τον μεγαλύτερο όλων. Τον έχει διαβάσει χίλιες φορές, τον απόλαυσε, δεν βρίσκει αντίστοιχό του. Τον έχει γι’ αποκούμπι. Θαυμάσια! Δεν ειρωνευόμουν όταν έλεγα πως, αν όντως κάποιος περνάει φανταστικά διαβάζοντας έναν συγγραφέα, οφείλει να συνεχίσει να το κάνει, να το πάει μέχρι τέλους, να τον ξεκοκαλίσει τον αγαπημένο του λογοτέχνη.

Εχει σημασία απ’ όλο αυτό το γελοίων διαστάσεων ζήτημα που προέκυψε υπηρετώντας τα υπερκέρδη μίας μόνο πολυεθνικής (του φέισμπουκ) και τα γαργαλιστικά κουτσομπολίστικα ένστικτα των εθισμένων στην ντοπαμίνη, να μην βγει λαβωμένη η χαρά της ανάγνωσης. Να μην πει κανείς: ε, όχι, αφού είμαι με την τάδε πλευρά πρέπει τώρα να διαβάζω μόνο το φεμινιστικό και μαρξιστικό μανιφέστο, τη Μαργαρίτα Καραπάνου, τη Σόνταγκ και την Μπάτλερ, τη Μάγκι Νέλσον και όποια άλλη μού πει το ιερατείο. Κι αντίστροφα: ε, τώρα τάχθηκα με τους Καραγατσικούς, από αύριο διάβασμα Βενέζη, Καραγάτση, Χωμενίδη κι άγιος ο θεός. 

Οπότε, μπορείτε να χαλαρώσετε λίγο όλοι και να μην διαβάζετε τα κείμενα των «αντιπάλων σας» σαν να είστε λογοκριτές που πρέπει να διακρίνουν το πρόβλημα πίσω από τις γραμμές – ενδέχεται να μην υπάρχει πρόβλημα. Κι αν έχετε κι εσείς Αγίους συγγραφείς, όπως έχω κι εγώ, και παίρνετε κουράγιο και στρέφεστε σ’ αυτούς, συνεννοηθήκαμε, είμαστε στο ίδιο πεδίο, καταλαβαίνω. Δεν χρειάζεται, όμως, κανείς να επιβάλλει την πίστη του στους άλλους και φυσικά η εκφορά λόγου, η άρθρωση γνώμης, δεν είναι κάποιου είδους επιβολή – ωστόσο πάντα κρίνεται για τη σοβαρότητά της ή την ποιότητα του κλικμπέιτ. Η εκτός ορίων συζήτηση δεν αφορά πραγματικά κανέναν συγγραφέα, αλλά την ανάγκη μέρους των χρηστών μιας πλατφόρμας να διατηρήσουν μία σοβαροφανή στάση απέναντι στον πολιτισμό μας και στα προϊόντα του. Αυτό σίγουρα δεν έχει μέλλον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT