Εγκώμιο της αργής ζωής στα ιαπωνικά

3' 18" χρόνος ανάγνωσης

Δεν είχε περάσει πολύ καιρός από τη θαυμάσια ταινία του Βιμ Βέντερς Υπέροχες Μέρες και έψαχνα πάλι αυτή την αίσθηση της αργής ζωής μέσα στο έργο. Ηθελα κάτι που να κυλάει αργά, και αυτό να είναι το βασικό του θέμα: η ζωή σ’ έναν άλλο ρυθμό. Στις Υπέροχες Μέρες βλέπουμε τον πρωταγωνιστή να ζει σε μία κατάσταση ζεν. Ξυπνάει το πρωί, ποτίζει τα φυτά του στο μικροσκοπικό σπιτάκι του, παίρνει καφέ απ’ το αυτόματο μηχάνημα, καθαρίζει τουαλέτες με προσοχή και φροντίδα, το βράδυ διαβάζει γαλήνιος. 

Οποιος διαβάζει βράδυ στο κρεβάτι με μοναδικό σκοπό να αποκοιμηθεί ξέρει πόσο γαλήνιος και χαλαρωτικός είναι αυτός ο ύπνος. Καμία σχέση με τον ύπνο μετά από κάποια έξοδο ή οθόνη. Ομως, ολόκληρη η ταινία του Βέντερς είναι μία ήσυχη άρνηση της εποχής της επιτάχυνσης. Ο πρωταγωνιστής μας αρνείται να πουλήσει τις κασέτες του. Αρνείται να μείνει αλλού, να κάνει γυαλιστερό επάγγελμα. Ισως γι’ αυτό σαγήνευσε τόσο κόσμο – παίζει φυσικά ρόλο και η αγάπη για οτιδήποτε ιαπωνικό τον τελευταίο καιρό. Η Ιαπωνία είναι τώρα η μακρινή-κοντινή φαντασίωση για τη δυτική νεολαία. 

Ετσι, σ’ αυτό το πλαίσιο, μυθολόγησης της αργής ζωής και απόρριψης οποιασδήποτε επιτάχυνσης, διάβασα το Εγκώμιο Της Σκιάς του Τανιζάκι (εκδόσεις Αγρα, μετάφραση από τα ιαπωνικά Παναγιώτης Ευαγγελίδης). Στο Εγκώμιο της Σκιάς, ο συγγραφέας μάς καλεί να σκεφτούμε αλλιώς για το μαύρο και το σκοτάδι, στο φαγητό, στο ντύσιμο, στο σπίτι. 

Λέει για τον υπερβολικό φωτισμό των δωματίων: «Απ’ αυτό που ονομάζουμε σκιά, δεν μένει τίποτε στο δωμάτιο, κι όπου κι αν γυρίσει κανείς το βλέμμα δεν θα συναντήσει παρά άσπρους τοίχους, κόκκινες χοντρές κολώνες και ένα συνονθύλευμα φανταχτερών χρωμάτων τύπου μωσαϊκού για πάτωμα, χτυπητό στο μάτι σαν φρεσκοτυπωμένη λιθογραφία, κι όλο αυτό […] βασανιστικά ζεστό». Ο Τανιζάκι προτείνει μία συνεργασία με την καλοκαιρινή αύρα, ένα χαμήλωμα του φωτισμού, μία γενναία συσκότιση. 

Η δυσκολία της υπερβολικής ζέστης γίνεται ευκαιρία για προσαρμογή. Με λίγη προετοιμασία μπορεί κανείς να φτιάξει δροσιά, δεν χρειάζονται ανεμιστήρες και φώτα. «Ξαπλωμένος μες στο σκοτάδι κάτω από μία κουνουπιέρα, με όλα τα στόρια και τις πόρτες ανοιχτά». Μιλάει για το όρος Χιέι, τα δάση και τα πράσινα βουνά του Χιγκασιγιάμα, «μια θέα που φρεσκάρει τη διάθεση του νου». «Πηγαίνοντας γεμάτοι επιθυμία για δροσερό αεράκι στα υψώματα ενός πύργου, ένα καλοκαιρινό βράδυ, με την ιδέα να εξαγνιστούμε μέσα σε μενεξεδένιους λόφους και κρυστάλλινα νερά, θα βρεθούμε κουκουλωμένοι από τεράστια γυάλινα φώτα, άσπρα σαν το γάλα». Γιατί άραγε; 

Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1886. Ελάχιστα πράγματα μπορεί να ζηλέψει κανείς από το 1886, όμως ο αέρας στα βουνά θα ’ταν σίγουρα καθαρός. Το βιβλίο με πηγαίνει σε υγρά δάση, μπορώ να φανταστώ τη σκιά τους τη μέρα. Υπόσχεται μία ζωή χαμηλών ταχυτήτων. Φυσικά, ο θόρυβος και τα φώτα εισβάλλουν ακόμη και στο στυλιζαρισμένο σύμπαν του Τανιζάκι. «Στο ναό της Ισιγιάμα, το βράδυ της επομένης θα εγκαθιστούσαν μεγάφωνα στο δάσος, απ’ όπου θα μεταδιδόταν η σονάτα του σεληνόφωτος[…] Ακύρωσα εσπευσμένα τον πηγαιμό μου στην Ισιγιάμα. Η σκέψη του μεγαφώνου ήταν έτσι κι αλλιώς ενοχλητική από μόνη της, επιπλέον όμως, δεδομένου του στυλ του όλου πράγματος, εκείνο το βουνό θα ήταν σίγουρα στολισμένο και με ηλεκτρικά και προβολείς για να γίνει πιο πανηγυριώτικο».

Πόσοι από μας δεν έχουμε αποχωρήσει από παραλίες και δάση τους καλοκαιρινούς μήνες, επειδή ξαφνικά ξεκινάει κάποια «υποχρεωτική διασκέδαση»; Πας σε μία ήσυχη παραλιούλα και ξαφνικά ξεχύνεται από κάπου μουσική, κι όχι σε ντεσιμπέλ που να μπορεί να τ’ ακούσει άνθρωπος, αλλά σε συχνότητες που φέρνουν φρίκη. Το ’χω ξαναγράψει, αλλά το σκέφτομαι κάθε μέρα του καλοκαιριού: μήπως ν’ αφήναμε τη φύση στην ησυχία της; Μήπως λίμνες, βουνά και παραλίες να γλίτωναν από τον φρικτό θόρυβο του πάρτι; Ο Τανιζάκι λέει κάτι ακόμη πιο δύσκολο: να πλέξουμε το εγκώμιο της σκιάς, να σβήσουμε τα φώτα. Αυτό το εγχείρημα συστοιχίζεται με επιστημονικές μελέτες που καλούν σε (διαλειμματική) συσκότιση χάριν της χλωρίδας και της πανίδας. Ειδικοί της νυχτερίδας, των εντόμων, της βλάστησης λένε ότι το πολύ φως δεν κάνει καλό. Ο συγγραφέας μας, όμως, εδώ μιλάει για αισθητική και για έναν τρόπο ζωής αργό και ήσυχο. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT