Η γεωγραφία της ευρωπαϊκής δυσαρέσκειας

Η γεωγραφία της ευρωπαϊκής δυσαρέσκειας

3' 25" χρόνος ανάγνωσης

Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, απόρροια σεισμικών οικονομικών αλλαγών και μετασχηματισμών που συντελούνται σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Οι αλλαγές αυτές συνδέονται κυρίως με τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς και με τις δύο σχετικά πρόσφατες οικονομικές κρίσεις: την κρίση του 2008 και την πανδημική κρίση του 2020. Οι επιπτώσεις αυτών των μεταβολών, καθώς και άλλων όπως η γεωπολιτική, η προσφυγική και η ενεργειακή κρίση, είναι εμφανείς και σε πολιτικό επίπεδο με έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, αυξανόμενη εκλογική αστάθεια, και σημαντική διεύρυνση της αντι-συστημικής, αντι-ευρωπαϊκής και ακροδεξιάς ψήφου. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ενωσης, τα αισθήματα της απογοήτευσης, του θυμού και του φόβου για το μέλλον είναι τόσο κυρίαρχα μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών, ώστε να απειλείται η οικονομική, κοινωνική και πολιτική σταθερότητα και να αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξή της. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου επιβεβαίωσαν για μια ακόμη φορά αυτήν την τάση.

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών επιβεβαίωσαν, ωστόσο, και κάτι ακόμα· τη σημασία της «γεωγραφίας της δυσαρέσκειας» (geography of discontent) ως κεντρικής έννοιας για την κατανόηση των πολιτικών εξελίξεων και της κοινωνικής δυναμικής στην Ευρώπη σήμερα. Η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού και της αντι-συστημικής και ακροδεξιάς ψήφου δεν εκδηλώνεται γεωγραφικά ομοιόμορφα, αλλά αντιθέτως παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις, μεταβάλλοντας παγιωμένα εκλογικά γεωγραφικά πρότυπα δεκαετιών. Από τις αγροτικές περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης μέχρι τις αποβιομηχανοποιημένες ζώνες της Δυτικής Ευρώπης, η δυσαρέσκεια αυτή αντικατοπτρίζει τις ανισότητες που έχουν δημιουργηθεί από το νέο οικονομικό περιβάλλον και τις προκλήσεις που αυτό έχει επιφέρει.

Ισχυρή υποστήριξη προς ευρωσκεπτικιστικά και ακροδεξιά κόμματα παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, κυρίως στις οικονομικά ασθενέστερες και πιο «στάσιμες» περιοχές της Ενωσης, καθώς και σε πιο εύπορες που έχουν υποστεί πρόσφατα σημαντικές οικονομικές απώλειες. Για παράδειγμα, στη Γαλλία η υποστήριξη τέτοιων κομμάτων είναι μεγαλύτερη στη βορειοανατολική πλευρά της χώρας λόγω της αποβιομηχάνισης και της οικονομικής παρακμής αρκετών περιοχών της, καθώς και σε αρκετές περιοχές της πιο ανεπτυγμένης μεσογειακής ακτής, όπου παρατηρείται οικονομική στασιμότητα και υψηλό επίπεδο ανισοτήτων. Στη Γερμανία το φαινόμενο είναι πιο έντονο στην ανατολική πλευρά της χώρας, ιδιαίτερα σε περιοχές που έχουν δυσκολίες με την οικονομική μετάβαση από την επανένωση. Στην Ιταλία είναι πιο έντονο στο νότιο τμήμα της χώρας, που παρουσιάζει υψηλά ποσοστά ανεργίας και οικονομική αποδυνάμωση, αλλά και σε τμήματα του ανεπτυγμένου βορρά (π.χ. στις περιφέρειες της Λομβαρδίας και του Βένετο) που παρουσιάζουν σημάδια οικονομικής επιβράδυνσης και αυξανόμενες οικονομικές ανισότητες, οι οποίες εκδηλώνονται με διάφορες μορφές (εισοδηματικές, ποιότητας ζωής, πρόσβασης σε υπηρεσίες, υποδομές κ.λπ.).

Στην Ελλάδα, η γεωγραφία της δυσαρέσκειας είναι πιο έντονη στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπου πολλές περιοχές παρουσιάζουν οικονομική αβεβαιότητα και παρακμή, καθώς και υψηλά επίπεδα ανεργίας, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν ισχυρές οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις. Ιδιαίτερα έντονη είναι, ωστόσο, η δυσαρέσκεια και σε πιο εύπορα γεωγραφικά τμήματα της χώρας, όπως στην Αττική, όπου υπάρχουν περιοχές με ισχυρή υποστήριξη προς τα ευρωσκεπτικιστικά και ακροδεξιά κόμματα. Αυτές οι περιοχές υπέστησαν σημαντικές απώλειες την περίοδο 2009-2015 λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής και των πολιτικών λιτότητας. Οι πολιτικές αυτές επέτειναν τη γεωγραφική ανισότητα και μεγέθυναν τη «χωρική αδικία», βαθαίνοντας το γεωγραφικό κοινωνικοοικονομικό χάσμα το οποίο τροφοδότησε τελικά την πολιτική δυσαρέσκεια.

Η «γεωγραφία της δυσαρέσκειας» αποτελεί πιθανώς το κύριο σύμπτωμα μιας υποκείμενης αποτυχίας των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την υιοθέτηση και εφαρμογή πιο αποτελεσματικών και γεωγραφικά εστιασμένων πολιτικών. Βασικός τους στόχος θα πρέπει να είναι η προαγωγή της ισότητας και της κοινωνικής συνοχής, επιδιώκοντας όχι μόνο τη διαπεριφερειακή σύγκλιση, αλλά και τη μείωση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων και, εν γένει, των ανισοτήτων σε κάθε επίπεδο, έτσι ώστε, «καμία περιοχή και κανένας άνθρωπος να μη μείνει πίσω» («No left behind places nor left behind people»).

Σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, συγκρούσεων και διαρκών κρίσεων, οι ευρωπαϊκές πολιτικές, ιδιαίτερα η Πολιτική Συνοχής, είναι πιο αναγκαίες από ποτέ. Αυτές καλούνται να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις, λειτουργώντας ως ανάχωμα στην άνοδο της Ακροδεξιάς και του ευρωσκεπτικισμού, που απειλούν την ενοποιητική πορεία της Ενωσης. Οπως είχε επισημάνει ο αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, Jean Monnet, οι αλλαγές γίνονται αποδεκτές μόνο όταν υπάρχει ανάγκη, και η ανάγκη αναγνωρίζεται μόνο όταν υπάρχει κρίση. Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια τέτοια στιγμή.

*Ο κ. Παναγιώτης Αρτελάρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης του Χώρου στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT