Οι νόμοι και το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»

Οι νόμοι και το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»

4' 32" χρόνος ανάγνωσης

Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή Ν. Χωραφά, το Ποινικό Δίκαιο «…ως εκ της φύσεως αυτού είναι το τμήμα εκείνο του δικαίου, το οποίον ευρίσκεται εις στενωτέραν επαφήν με την λαϊκήν ψυχήν και την λαϊκήν συνείδησιν, καθότι προκαλεί το άμεσον ενδιαφέρον παντός κοινωνού». Αλλά και ο επίσης αείμνηστος καθηγητής Ν. Ανδρουλάκης δίδασκε ότι όταν στην καθημερινή κοινωνική ζωή γίνεται λόγος περί «δικαίου» εννοείται πρωτίστως και συνήθως το Ποινικό Δίκαιο. Αιτιολογώντας δε τη θέση του αυτή αναφέρει ρητώς ότι «…ασκούν ισχυροτάτην εντύπωσιν εις τον λαόν και η διαδικασία αλλά και τα βαθέως χωρούντα αποτελέσματα της τιμωρίας των εγκληματιών διά της κατ’ αυτών καταγνώσεως και εκτελέσεως ποινής».

Το έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον για τα «ηχηρά», κατά κύριο λόγο, εγκλήματα έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση από κάθε πολίτη προσωπικής άποψης αναφορικά με τα αίτια και τις συνθήκες τελέσεώς τους αλλά και την προσωπικότητα του δράστη. Οι προσωπικές αυτές απόψεις που ταυτίζονται μεταξύ τους και πλειοψηφούν έναντι άλλων, διαφορετικών για το ίδιο έγκλημα, εκφράζουν το λεγόμενο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», δηλαδή την κρατούσα αντίληψη σε μία κοινωνία για το τι είναι δίκαιο.

Ασφαλώς και θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο αν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» διαμορφωνόταν χωρίς αθέμιτους επηρεασμούς της κοινής γνώμης, αλλά με βάση ανόθευτα στοιχεία και κυρίως με υγιείς προθέσεις και κίνητρα. Κάτι τέτοιο όμως πρακτικά είναι αδύνατο. Και τούτο επειδή, σχεδόν πάντοτε, στη διαμόρφωσή του, θετικά ή αρνητικά, παρεμβαίνουν με διαφόρους τρόπους και εκείνοι οι οποίοι εξαρτούν συμφέροντα από μία δικαστική κρίση. Ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης κυρίως σε υποθέσεις μεγάλου κοινωνικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος, μπορούν να θεωρηθούν, ενδεικτικά, πρόσωπα της εκτελεστικής εξουσίας, οι νομικοί παραστάτες των αντιδίκων σε κάθε υπόθεση και έκαστος εξ αυτών ανάλογα με τα συμφέροντα των πελατών του, ο Τύπος, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα social media κ.λπ., ενδεχομένως δε και οποιοσδήποτε άλλος έχει πρόσβαση σε δημόσιο βήμα και μπορεί να αξιοποιήσει από αυτό την «ευκαιρία» που του παρέχεται.

Η πραγματική αξία όσων αναφέρονται παραπάνω, εξαρτάται κυρίως από την πραγματική και όχι θεωρητική δυνατότητα επηρεασμού του δικαστή από τη δυναμική εκείνου που ορίζεται ως «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Και τούτο επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολος ο διαχωρισμός του «φαίνεσθαι» από το «είναι», δηλαδή να διαγνωστεί αν πράγματι έχει επηρεαστεί ή όχι ο δικαστής από τη δύναμη αυτή. Από την άλλη πλευρά, το νόμιμο ισχυρό «ανάχωμα» απέναντι στο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», αποτελεί η υψηλή θεσμική θωράκιση της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του δικαστή. Οι νόμοι με βάση τους οποίους εκδικάζονται όλες οι υποθέσεις, κατά κανόνα, αποτελούν γνήσια έκφραση της λαϊκής βούλησης, αφού ψηφίζονται από τους βουλευτές, δηλαδή τους αντιπροσώπους του λαού. Ομως μέχρι εδώ το λαϊκό στοιχείο και η λαϊκή βούληση. Από εδώ και πέρα η σωστή και υπεύθυνη ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων, είναι αποκλειστικό έργο και ευθύνη του δικαστηρίου και κανενός άλλου. Οποιαδήποτε περαιτέρω παρέμβαση στο δικαστήριο, για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο από οποιοδήποτε εξωθεσμικό πρόσωπο ή παράγοντα, είναι παράτυπη και ως εκ τούτου απολύτως απορριπτέα. Οποιαδήποτε ενέργεια του δικαστηρίου εκτελείται και οποιαδήποτε απόφασή του εκδίδεται και εκτελείται σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και την προβλεπόμενη από αυτούς διαδικασία. Αντίθετη πρακτική, δηλαδή να επηρεάζεται οποιαδήποτε δικαστική κρίση, έστω και κατ’ ελάχιστον, από το λεγόμενο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», μπορεί να αποτελέσει τον Δούρειο Ιππο ακόμη και πολιτειακής εκτροπής αφού, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, δεν προβλέπεται να δικάζει ο λαός, πλην βέβαια των περιπτώσεων της λαϊκής συμμετοχής στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο και στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο.

Οποιαδήποτε περαιτέρω παρέμβαση στο Δικαστήριο, για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο από οποιοδήποτε εξωθεσμικό πρόσωπο ή παράγοντα, είναι παράτυπη και ως εκ τούτου απολύτως απορριπτέα.

Η παραγωγή δικαίου με την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, ως ανθρώπινο δημιούργημα, φυσικά και δεν είναι αλάνθαστη. Για αυτόν τον λόγο, η ίδια η Δικαιοσύνη έχει θεσπίσει αξιόπιστες και αποτελεσματικές διαδικασίες επανελέγχου τους από ανώτερα δικαστήρια και ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς σε περίπτωση νομικού ή ουσιαστικού σφάλματος. Η χρήση του «μέτρου», συνήθως, είναι χρήσιμη και ευεργετική. Η κατάχρησή του όμως, σχεδόν πάντοτε, επιζήμια και βλαπτική. Η κριτική των αποφάσεων εντός των νομικών και δεοντολογικών πλαισίων ασφαλώς και είναι ωφέλιμη. Οι δικαστικές αποφάσεις, πολλές φορές προϊόντα πολυήμερου, πολύμηνου ακόμα και πολύχρονου κόπου και μόχθου όλων των λειτουργών και συλλειτουργών της δικαιοσύνης, πρέπει να αντιμετωπίζονται από όλους (παράγοντες της δίκης και μη) με τον αναγκαίο σεβασμό.

Οι κραυγές, τα εμπρηστικά δημοσιεύματα και συνθήματα, το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» καθώς και οποιεσδήποτε άλλες αθέμιτες και αντιδεοντολογικές μεθοδεύσεις πίεσης για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων από τους αρμόδιους εισαγγελείς ή και για οποιοδήποτε άλλο λόγο, πρέπει να παραμένουν έξω από τα δικαστικά μέγαρα. Αλλως δημιουργείται άσκοπος θόρυβος και αναβρασμός και είναι αυτονόητο ότι δικαιοσύνη σε αναβρασμό δεν νοείται δικαιοσύνη ούτε μπορεί να απονεμηθεί σωστά. Οι εξωθεσμικές προσπάθειες εναρμόνισης μιας δικαστικής απόφασης με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», από όπου και να προέρχονται, είναι άκρως επικίνδυνες και φυσικά απορριπτέες, αφού η κρίση των απλών πολιτών που εκφράζουν τον συγκεκριμένο όρο διαμορφώνεται χωρίς φυσικά αυτοί να γνωρίζουν τα πραγματικά και νομικά δεδομένα κάθε υπόθεσης. Ο σχηματισμός «δεύτερης γνώμης», πέραν εκείνης του δικαστηρίου για κάποια υπόθεση και πολύ περισσότερο η επιβολή της στο δικαστήριο, ασφαλώς και δεν συνιστά ούτε ως σκέψη συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη.

Απολύτως ξεκάθαρη επί του θέματος αυτού υπήρξε και η θέση της Προέδρου της Δημοκρατίας, στις 24.7.2022, κατά την 48η επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας, η οποία σαφέστατα δήλωσε επί του θέματος αυτού: «Η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους». Πέραν τούτου σαφέστερον ουδέν.

*Ο κ. Ισίδωρος Ντογιάκος είναι εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ε.τ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT