Πόθεν η μη κοινή λέξη «κολοφών»;

4' 54" χρόνος ανάγνωσης

Πόσοι διαβάζουν άραγε τον κολοφώνα στο τέλος ενός βιβλίου, με τον οποίο ο εκδότης λογοδοτεί κατά κάποιον τρόπο στον αναγνώστη και συγχρόνως αποδίδει κάποιας μορφής δικαιοσύνη, αναγράφοντας τους αφανείς συνδιακόνους της έκδοσης; Μάλλον λίγοι. Λίγοι είναι άλλωστε οι αναγνώστες γενικά. Σίγουρα θα ρίχνουν μια ματιά οι άνθρωποι του χώρου, συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές, εκδότες, δημοσιογράφοι. Αλλά και οι συστηματικοί της ανάγνωσης. Οσοι δεν περιμένουν το θέρος για ν’ αγοράσουν ένα τούβλο του συρμού.

Πιστεύεις – δεν πιστεύεις στη ρήση του Αντισθένη του Κυνικού «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», δεν είναι μικρός ο πειρασμός της επισκόπησης μιας λέξης προς εντοπισμό του ετύμου, της ιστορίας και των σημασιολογικών αλλαγών της. Για να ομολογήσω την εθνομηδενιστική μου αλήθεια, χαίρομαι όποτε πέφτω στη ρητή αμηχανία των λεξικογράφων, που αδυνατούν να βρουν πειστική ετυμολογική ερμηνεία και απλώς εικάζουν. Χαίρομαι γιατί η αγενεαλόγητη λέξη τρυπάει σαν καρφιτσούλα την τεράστια ελληνοκαπηλική φούσκα πως τάχα μόνο η δική μας γλώσσα είναι «εννοιολογική» ή «νοηματική», μόνο σ’ αυτήν η σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου είναι λέει «πρωτογενής» και μη αυθαίρετη. Και τότε πώς είναι αγνώστου ετύμου ο Ελληνας και η Ελλάδα; η Αθήνα; η θάλασσα;

Σαν κοντογείτονας του Αντισθένη (η σχολή του ήταν στον σημερινό Νέο Κόσμο), έψαξα να βρω πόθεν η όχι και τόσο κοινή λέξη «Κολοφών». Θέλοντας να εξακριβώσω ποιες οι ρίζες της και πότε απέκτησε τη σημασία που έχει στον τίτλο του βιβλίου του επιμελητή εκδόσεων Γιάννη Μαμάη, «Κολοφώνες, η μνήμη της τελευταίας σελίδας» (Gutenberg, 2024), αναδίφησα κάμποσα λεξικά. Δεν βγήκα χαμένος.

1. Πιερ Σαντρέν, «Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2022. «Κολοφών: κορυφή, άκρη, τέλος μεταφορικά. Σύμφωνα με τον Ησύχιο = κολιός, “πράσινος δρυοκολάπτης”, ή ακόμη θαλάσσιο ψάρι. Στο μεσαιωνικό ελληνικό λεξιλόγιο δηλώνει την τελευταία φράση όπου ο αντιγραφέας δίνει κάποιες πληροφορίες για το αντίγραφό του, καθώς και το όνομά του [ο Εμμ. Κριαράς πάντως στο Μεσαιωνικό Λεξικό δεν έχει τέτοιο λήμμα]. (…) Το γεγονός ότι ο όρος είναι τοπωνύμιο στη Μικρά Ασία οδήγησε στην υπόθεση ότι η λέξη δεν είναι ελληνική».

2. Γ. Μπαμπινιώτης, «Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας», Κέντρο Λεξικολογίας, 2009: «αρχικώς ονομασία πόλεως της Ιωνίας στη Μικρά Ασία, που ίσως συνδ. με το αρχ. κολώνη, ύψωμα, λόφος. Η σημασία ύψιστο σημείο, αποκορύφωμα, πρωτοαπαντά στον Πλάτωνα και είχε γίνει παροιμιώδης στους αρχαίους, οι οποίοι συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τη φράση “τον κολοφώνα επέθηκεν”, έφθασε στο ύψιστο σημείο. Ο Στράβων εξηγούσε την αλλαγή σημασίας υποστηρίζοντας ότι οφειλόταν στο ιππικό των Κολοφωνίων, το οποίο όταν επενέβαινε στη μάχη χάριζε πάντοτε τη νίκη».

3. Το Λεξικό Δημητράκου, που άρχισε να εκδίδεται το 1936, δεν καταγράφει την τυπογραφική σημασία της λέξης: «το υψηλότερον, το ανώτερον σημείον, η κορυφή, η κορωνίς, το τέλος. // νεώτ. επί οικιών, η ανωτάτη και κυρία οριζοντία δοκός της στέγης, ο κορφιάς, ο καβαλάρης. 2. είδος σφαίρας δι’ ης έπαιζον. 3. Ησύχιος “κολοιός” [καλιακούδα, κάργια]. 4. Ησύχιος “ιχθύς ποιός θαλάσσης”».

«Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», σύμφωνα με τη ρήση του Αντι-σθένη του Κυνικού.

4. Ούτε ο Ι. Σταματάκος καταγράφει στο αχρονολόγητο λεξικό του τη σημασία που μας ενδιαφέρει: «καβαλάρης και μτφρ. το ύψιστον σημείον, το άκρον άωτον, το έπακρον, η κορωνίς, το αποκορύφωμα». Οπου κορωνίς: «κυρτή γραμμή, μονοκονδυλιά εν τω τέλει βιβλίου ή κεφαλαίου». Οπως σε συμποτικό επίγραμμα του Φιλόδημου του Γαδαρηνού. Το μεταφράζω: «Χρόνια τριάντα με βαραίνουν κι άλλα εφτά / – πολλές, και ήδη σκίζονται του βίου μου οι σελίδες. / Τρίχες λευκές, Ξανθίππη, κατακτούν την κόμη μου, / προάγγελοι της συνετής μου ηλικίας. / Κι ωστόσο, έχω τραγούδια ακόμα να χαρώ, και να γλεντήσω, / λαίμαργη φλόγα λιώνει τρώει την καρδιά μου. / Παρακαλώ σας, Μούσες δέσποινές μου, / με την καλή μου τη μανία μου ταχύτατα επιλογίστε.»

5. Αρα, λοιπόν, είναι μεταπολεμική η καταγραφή της νέας σημασίας; Ιδού το σχετικό ερμήνευμα στο «Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, Ακαδημία Αθηνών, 2014: «2. ΤΥΠΟΓΡ. σύντομο υπόμνημα σε μορφή στήλης στην τελευταία σελίδα βιβλίου που περιέχει πληροφορίες σχετικές με την έκδοση: στοιχειοθέτηση, σελιδοποίηση, μοντάζ, αριθμός αντιτύπων, εκδότης.

6. Το λήμμα colophon στο «Αγγλο-ελληνικόν λεξικόν» Penguin: «(τυπ.) κορωνίς (σημείωσις, συν. εις την τελευταίαν ή και πρώτην σελίδα, αναφέρουσα το όνομα του τυπογραφείου και την χρονολογίαν εκτυπώσεως)».

7. Εκτός από τα λεξικά, υπάρχουν οι εγκυκλοπαίδειες, τυπωμένες και διαδικτυακές, και τα βιβλία. Δύο παλαιότερα, «Το χρονικό της τυπογραφίας» του Νίκου Σκιαδά (1966) και «Η θαυμαστή ιστορία του βιβλίου» του Κάρλο Βαλεντίνο (Στάχυ, 1999), και ένα προπέρσινο, ο συναρπαστικός «Πάπυρος, η περιπέτεια του βιβλίου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα» της Ιρένε Βαχιέχο (Μεταίχμιο). Κατά τις πηγές, λοιπόν, ο λατινογενής/ελληνογενής όρος colophon χρησιμοποιήθηκε ως βιβλιογραφική εξήγηση το 1729, από τον εκδότη Σάμιουελ Πάλμερ, στο βιβλίο «The General History of Printing».

Την εποχή των χειρογράφων, στο τέλος του κώδικα αναγράφονταν όνομα συγγραφέα, τίτλος συγγράμματος, τόπος, χρονολογία, όνομα καλλιγράφου και παραγγελιοδότη, ενίοτε και κατάρες. Η παράδοση συνεχίστηκε επί αρχετυπίας (βιβλία τυπωμένα έως το 1500) και παλαιτυπίας (16ος-17ος αι.). Συχνά ο στοιχειοθέτης διαμόρφωνε τον κολοφώνα ως επίγραμμα διαφόρων σχημάτων, λ.χ. σαν κλεψύδρα.

Ο Γιάννης Μαμάης, λάτρης της τυπογραφικής τέχνης, έπιασε το νήμα εκεί όπου κόπηκε μερικούς αιώνες πριν. Κι έφτιαξε με τους κολοφώνες των βιβλίων που επιμελήθηκε τις δικές του «κλεψύδρες» και πάμπολλα άλλα. Τον βοηθάει η τεχνολογία και πραγματώνει όσες εικόνες φαντάζεται; Οχι. Και στη μονοτυπία αν ήμασταν, θα έβρισκε τρόπο. Κι αν έγραφε ποιήματα, πιθανότατα θα τα οργάνωνε με μορφή τεχνοπαιγνίων. Και δεν θα αρκούνταν στα σχήματα των έξι εικονοποιημάτων της Παλατινής Ανθολογία: Ο Θεόκριτος συνέθεσε μια «Σύριγγα», ο Σιμίας έναν «Πέλεκυν», τις «Πτέρυγες Ερωτος» και ένα «Ωόν», ο Δωσιάδας και ο Βησαντίνος από έναν «Βωμό».

Εχει πράγματι και έναν κολοφώνα σε σχήμα κλεψύδρας ο Μαμάης. Και δύο βωμόμορφους. Αλλοι είναι σαν ποτήρια, ανθοδοχεία ή κύπελλα, ενώ ένα διαβολάκι τρυπώνει σε θέση ταιριαστή: στο βιβλίο του Δημήτρη Δημηρούλη για την «Ανάγνωση του Ροΐδη», του σπουδαίου Ασμοδαίου. Χαλκογραφίες, ξυλογραφίες, σχέδια, πίνακες, εικόνες αγαλμάτων ερωτοτροπούν με τα γράμματα, σμίγουν αξεχώριστα εις σάρκα μίαν και γεννούν ένα νέο έργο, που κατακτά τη νοηματική και εικαστική του αυτοτέλεια σεβόμενο ό,τι δανείζεται και ενσωματώνει. Κολοφώνες αξιανάγνωστοι, λοιπόν, και αξιοθέατοι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT