«Το ’χω! Το ’χω!», φώναζε σαν τρελός

2' 12" χρόνος ανάγνωσης

«Ενα όνομα –ας μην πούμε μήτε ένας άνθρωπος μήτε μια δημιουργία– δεσπόζει σ’ όλο τον 19ο αιώνα. Είναι το όνομα του Μπετόβεν», γράφει ο Εμίλ Βιλερμόζ στην κλασική σήμερα «Ιστορία της μουσικής» (μτφρ.-επιμ.: Γιώργος Λεωτσάκος, εκδ. Υποδομή, 1979). «Εχει το βάρος, το κύρος και τη λάμψη ενός συμβόλου», προσθέτει.

Αυτή η μοναδικότητα (ή ιδιομορφία, ή και ανωμαλία, για να χρησιμοποιήσουμε όρους της αστροφυσικής) συμπυκνώνεται στα όψιμα κουαρτέτα εγχόρδων του (τόσο πιο μπροστά από την εποχή του, που το κοινό νόμιζε πως ο μουσουργός τρελάθηκε), σε πιανιστικές σονάτες (με αποκορύφωμα, ίσως, την περίφημη «Χαμερκλαβίερ», το σχοινοτενές τρίτο μέρος της οποίας είναι ένας απαράμιλλος μουσικός στοχασμός που δονείται από τρομακτικούς κραδασμούς της συνείδησης) αλλά και με την Ενάτη Συμφωνία του, η οποία, όπως γράφαμε χθες, έκλεισε φέτος 200 χρόνια ζωής.

Το έργο έχει ταυτιστεί με το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αρα στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, με τους τριγμούς και τους θριάμβους της Ακροδεξιάς, αποκτά άλλες διαστάσεις; Μεγάλη κουβέντα.

Ο Μπετόβεν, γεννημένος το 1770, ζει σε μιαν Ευρώπη που συνταράσσεται από τη Γαλλική Επανάσταση, σε έναν κόσμο στον οποίο το πνεύμα του Διαφωτισμού έχει φτάσει σε ένα απόγειο. Δυστυχεί στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή, χάνει την ακοή του κι ενσαρκώνει κάτι σχιζοειδές: τον κλασικισμό που αποσύρεται (παίρνει τη σκυτάλη από τους Χάιντν και Μότσαρτ, ειδικά στις συμφωνίες) και τον ρομαντισμό που ανατέλλει. «Ο βάκιλλος του ρομαντισμού κυκλοφορεί κιόλας μες στο αίμα του», γράφει ο Βιλερμόζ.

Τι κάνει, λοιπόν, όταν βρίσκει τη φωνή του και τη δύναμη της φωνής του; Μετατρέπει την έως τότε παγιωμένη φόρμα ενός έργου (την τετραμερή συμφωνία εδώ) σε περιεχόμενο (ιδέες, συναισθήματα, ατμόσφαιρες) και το αντίστροφο: το περιεχόμενο το κάνει φόρμα. Το κατορθώνει και στις σονάτες, και στα κουαρτέτα του, το κατορθώνει και στην Ενάτη, ρίχνοντας (για πρώτη φορά), στο καταληκτικό της μέρος, και τη σαγήνη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία), μελοποιώντας την «Ωδή στη χαρά» του Φρειδερίκου Σίλερ (εκδ. το 1786).

Οπως γράφει ο Νόρμαν Λέμπρεχτ («Why Beethoven», 2023), από τα 22 του ονειρεύεται να το κάνει. Το 1811 σκιτσάρει τις πρώτες νότες. Το 1817, τα πρώτα μέτρα. Στα τέλη του 1822, έπειτα από ανάθεση του Φιλαρμονικού Κύκλου του Λονδίνου, δέχεται να γράψει μια νέα συμφωνία, δέκα χρόνια μετά την Ογδόη.

Καθώς μπαίνει το 1823, ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά. Οκτώ μήνες μετά, έχει μονάχα δεκαπέντε λεπτά μουσικής. (Ο Μότσαρτ έγραφε μουσική σαν ποτάμι που ρέει. Ο Μπετόβεν έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά του, έσβηνε κι έσκιζε με μανία.)

Του παίρνει δύο μήνες για να ολοκληρώσει το αργό μέρος της συμφωνίας. Καταφεύγει στα λουτρά του Μπάντεν για να καλμάρει τα νεύρα του. Οταν επιστρέφει, κρατάει ένα σημειωματάριο φωνάζοντας «Το ‘χω! Το ‘χω!».

Τι είχε ακριβώς όμως; Η συνέχεια αύριο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT