Το υπουργείο Οικονομικών κατά κανόνα έχει μια αυτοσυγκράτηση. Γνωρίζει ότι βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί. Χαρακτηριστικό ήταν ότι, ήδη τον Απρίλιο, πολύ πριν από τις ευρωεκλογές, ο Κωστής Χατζηδάκης έσπευσε (λες και κάτι φοβόταν…) να προλάβει μελλοντικές πιέσεις για δημοσιονομικό ξεχείλωμα. Με τρόπο ρητό και κατηγορηματικό, προεξόφλησε μια συγκρατημένη δημοσιονομική διαχείριση το 2025. Ο κρατικός προϋπολογισμός –είπε– αντέχει παροχές έως 870 εκατ. ευρώ το 2025 –αντί για 2,5 δισ. φέτος. Τούτων δοθέντων λοιπόν, το υπουργείο Οικονομικών προκάλεσε αρνητικά σχόλια όταν αίφνης, προ ολίγων ημερών, «ανακάλυψε» ότι όχι μόνον υπάρχουν λεφτά αλλά περισσεύουν και 350 εκατ. για επιπλέον παροχές μέχρι τα τέλη του έτους. Περίσσευμα και έλλειμμα είναι έννοιες αλληλοαποκλειόμενες. Ισως, εντούτοις, αυτή η πρόσφατη ανακάλυψη περνούσε παρά κάτι αδιάφορη, αν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Δεν είναι. Υπάρχουν και άλλα δείγματα προϊούσας «χαλάρωσης»: Οι ρυθμίσεις, για παράδειγμα, για τη φοροδιαφυγή ελευθέρων επαγγελματιών, που φιλοτεχνούνται. Η υλοποίηση της διασύνδεσης POS με ταμειακές μηχανές, που με ελαφρά πηδηματάκια πάει από αναβολή σε αναβολή, με ρυθμίσεις και εξαιρέσεις. Η παράταση για φθηνό ρεύμα ειδικά στους αγρότες – έναντι, ίσως, της ανύπαρκτης αναπτυξιακής αγροτικής πολιτικής. Η, πάλι, οι κατά προτεραιότητα αυξήσεις σε συντάξεις (αυτή τη φορά, όχι στις χαμηλότερες), αντί της μέριμνας για άλλες, μεγάλες κοινωνικές πληγές – όπως οι χαίνουσες του ΕΣΥ. Μετά πέντε χρόνια, η κυβέρνηση δείχνει κουρασμένη, να ψάχνει τον δρόμο της.
Τη βαραίνει η 5ετία. Οσα έπρεπε να γίνουν αλλά δεν έγιναν κι όσα δεν έπρεπε να γίνουν αλλά έγιναν. Το σοβαρότερο: Η επιβαλλόμενη λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης ενίσχυση του οικονομικού ιστού και στήριξη των αδύναμων νοικοκυριών εκτροχιάστηκε και κάποιες ώρες πήρε χαρακτηριστικά δημοσιονομικής κραιπάλης. Μοιράστηκαν περίπου 60 δισ. ευρώ σε ό,τι κινείται στην επικράτεια, συχνά με αδιαφανή, πελατειακά κριτήρια. Και αυτό ίσως συνέβαλε στην επίτευξη του περίφημου 41%, με την Κομισιόν να κάνει στραβά μάτια, αλλά είχε μηδενικό ή μηδαμινό αποτύπωμα στις κοινωνικές ανάγκες.
Η Ελλάδα έχει άμεση ανάγκη από μια δυναμική επανεκκίνηση. Και αυτό έχει πολιτικές προϋποθέσεις.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Δεν έχουν αλλάξει και πολλά: Η χώρα μας παραμένει ουραγός των «27» στην παραγωγικότητα. Με ένα μοναδικό σε έκταση αρχιπέλαγος πάρα πολύ μικρών επιχειρήσεων. Με ρεκόρ φοροδιαφυγής – που κάποτε ήταν μέσο επιβίωσης και πλέον έχει γίνει συστημικό εργαλείο πλουτισμού. Διεκδικεί μία από τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη στον πληθωρισμό κερδών. Και μία από τις τελευταίες θέσεις με κριτήριο την πραγματική αξία των μισθών και το μερίδιο της μισθωτής εργασίας στο ΑΕΠ.
Διά ταύτα: Οι αποστάσεις της χώρας μας από άλλες –και γειτονικές– χώρες συνεχίζουν να μεγαλώνουν. Η Ελλάδα δεν έχει χρόνο για κάψιμο. Εχει ανάγκη από μια δυναμική επανεκκίνηση, που θα της αλλάξει τροχιά τώρα – πολλώ μάλλον που η «τροχιά 2032» με ακρίβεια την οδηγεί σε νέα πρόσκρουση σε τοίχο. Οσοι προκρίνουν να αφεθεί το πολιτικό σύστημα να ολοκληρώσει την κρίση του πριν αρχίσει η ανασυγκρότησή του, νομίζοντας ότι «ε, έχουμε καιρό», πιθανότατα θα επικρατήσουν. Αλλά ίσως εκπλαγούν δυσάρεστα «όταν θα έρθει ο καιρός».