Παντεσπάνι και γκιλοτίνα

2' 10" χρόνος ανάγνωσης

Η πρώτη φορά που ο γράφων ταξίδεψε στο Λονδίνο ήταν το 1987. Ο πατέρας επέμενε να πάμε στο μουσείο της Μαντάμ Τισό. Τα κέρινα ομοιώματα μου ήταν αδιάφορα. Κόλλησα αμέσως με ένα άλλο, περίεργο αντικείμενο: μια παλιά λεπίδα από λαιμητόμο. Η επιγραφή έλεγε ότι αυτή ήταν η λεπίδα που χρησιμοποιήθηκε στην καρατόμηση της Μαρίας Αντουανέτας στο Παρίσι, στις 16 Οκτωβρίου του 1793.

Ημουν δεκαεπτά ετών, πείστηκα εύκολα. Αργότερα, αναρωτήθηκα: ήταν όντως;

Η ιστορικός Τζο Χέντγουικ Τίουισε, στο βιβλίο της «Fake History. 100+1 μύθοι της ιστορίας υπό… κατάρριψη» (μτφρ.: Κωνσταντίνα Γεωργούλια, εκδ. Μίνωας) καταρρίπτει τον μύθο που πουλούσε επί σειράν ετών το γνωστό λονδρέζικο μουσείο.

Την Αντουανέτα αποκεφάλισε ο Ανρί Σανσόν, γνωστής οικογενείας δημίων των Παρισίων. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Ανρί-Κλεμάν. Στο σπίτι τους είχαν κάνα δυο γκιλοτίνες να υπάρχουν και συχνά τους επισκέπτονταν, κυρίως από τη Βρετανία, περίεργοι που ήθελαν να δούνε από κοντά το εργαλείο του θανάτου.

Επρόκειτο για επισκέψεις επί πληρωμή, καθώς ο Ανρί-Κλεμάν ήταν τζογαδόρος. Το 1847, το γαλλικό κράτος τον απέλυσε. Η επίσημη γκιλοτίνα κατασχέθηκε, αλλά ο Σανσόν κράτησε μία, την οποία πούλησε το 1854 στον Ζοζέφ Τισό.

Από εδώ αρχίζει ο μύθος. Ομως ουδείς γνωρίζει αν αυτή ήταν η γκιλοτίνα που αποκεφάλισε την Αντουανέτα. Κανένας δεν γνωρίζει αν κρεμόταν πάνω της το ίδιο λεπίδι. Μάλλον δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα.

Ο ίδιος ο Σανσόν είχε πει παλαιότερα ότι οι λεπίδες αυτές στόμωναν από την κατάχρηση(!) και πουλιούνταν για παλιοσίδερα. Το 1793-94, την περίοδο του Τρόμου στη Γαλλία, μονάχα στο Παρίσι καρατομήθηκαν περίπου 15.000 άνθρωποι…

Η Τίουισε καταρρίπτει στο βιβλίο της και τον άλλο μύθο, ότι στον καιρό της παντοδυναμίας της η Αντουανέτα είχε πει για τον γαλλικό λαό που πεινούσε, «γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;».

Δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο ότι το είπε. Οσο ζούσε έλεγαν ότι ήταν σεξουαλικά διεστραμμένη (επίσης αβάσιμο). Το «παντεσπάνι», πάντως, διαδόθηκε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές ως αφήγημα τη βικτωριανή εποχή.

«Η φράση προήλθε από μια ιστορία την οποία έγραψε ο Ζαν Ζακ Ρουσό στο έκτο βιβλίο της σειράς “Εξομολογήσεις”», γράφει η Τίουισε. Εκεί μιλούσε για μια πριγκίπισσα που όταν έμαθε ότι οι χωρικοί δεν είχαν ψωμί, είπε «ας φάνε μπριός».

Η πριγκίπισσα δεν κατονομάζεται, ίσως να είναι επινόηση του Ρουσό ή ανακύκλωση κάποιου μύθου που είχε ακούσει. Η ιστορία του Ρουσό γράφτηκε το 1766-67 και δημοσιεύτηκε το 1782. Η Αντουανέτα είχε γεννηθεί το 1755…

Σήμερα, στον ιστότοπο του μουσείου της Μαντάμ Τισό διαβάζουμε ότι δεν έχει αποδείξεις ότι το λεπίδι που είδα κι εγώ κάποτε από κοντά είναι αυτό που αποκεφάλισε τη βασίλισσα που «ξεστόμισε το “ας φάνε παντεσπάνι”».

«Ναι, το ξέρω», γράφει η Τίουισε, «καταρρίπτουν έναν μύθο, ενώ επαναλαμβάνουν έναν άλλον»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT