Ο Ιούλιος του Μουρακάμι στην Αθήνα

3' 54" χρόνος ανάγνωσης

Είναι Ιούλιος του 1983. Η ζέστη είναι αποπνικτική. Η ατμοσφαιρική ρύπανση κάνει τους ανθρώπους να βήχουν. Βγαίνεις από το σπίτι και είναι σαν να κολυμπάς σ’ ένα πηχτό ρεύμα θερμού αέρα. Πολλοί καταφεύγουν στις παραλίες ή στο εξοχικό τους στο χωριό όπου περνούν το καλοκαίρι τρώγοντας καρπούζι και γεμιστά. Ο Μουρακάμι έρχεται στην Αθήνα προκειμένου να πάει τρέχοντας μέχρι τον Μαραθώνιο. 

«Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να ξεκινήσω νωρίς το πρωί απ’ την Αθήνα, πριν την ώρα αιχμής (και πριν την έντονη ατμοσφαιρική ρύπανση)». Έπρεπε να βρει τρόπο ν’ αποφύγει την κίνηση. Δεδομένου ότι δεν ήταν κάποια επίσημη διοργάνωση «κανείς δεν θα άλλαζε την πορεία του, για να περάσω εγώ». Πώς του ήρθε η ιδέα; Η Ελληνική Κυβέρνηση (!) και συγκεκριμένα οι υπεύθυνοι τουρισμού χρηματοδότησαν ολόκληρη καμπάνια για την Ελλάδα στα μέσα ενημέρωσης με αποτέλεσμα ένα ανδρικό περιοδικό να αναθέσει στον διάσημο συγγραφέα και δρομέα να ταξιδέψει στη χώρα μας και να γράψει για το ταξίδι του. 

«Διάφορα περιοδικά χρηματοδότησαν την εκδρομή μου που περιελάμβανε την τυπική τουριστική επίσκεψη στα αρχαία μνημεία, μία κρουαζιέρα στο Αιγαίο και τέτοια, αλλά μόλις τελείωσαν όλ’ αυτά μού έδωσαν ένα εισιτήριο ανοιχτής επιστροφής και μπορούσα να μείνω όσο μού έκανε κέφι και να κάνω ό,τι ήθελα εγώ». Νομίζω είναι το είδος της ανάθεσης που ονειρεύεται κάθε ανερχόμενος συγγραφέας. 

«Εμένα δεν μ’ ενδιέφερε αυτή η οργανωμένη εκδρομή. Όμως η ιδέα πως μετά θα ήμουν μόνος μού άρεσε. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα του αυθεντικού μαραθωνίου και πέθαινα να δω τη διαδρομή με τα ίδια μου τα μάτια. Πίστευα πως θα μπορούσα να το τρέξω, τουλάχιστον ένα μέρος του. Για έναν αρχάριο δρομέα σαν κι εμένα θα ήταν συναρπαστική εμπειρία». Χωρίς πλήθη, χωρίς κορδέλα, χωρίς επίσημη διοργάνωση, κατάμονος, συνοδευόμενος από κάποιους φωτογράφους, έτρεξε Ιούλιο μήνα από την Αθήνα στον Μαραθώνα. Τώρα, το διεθνές κοινό που ξεφυλλίζει όπως κι εγώ το βιβλίο του Μουρακάμι «What I Talk About When I Talk About Running», Για Τι Πράγμα Μιλάω Όταν Μιλάω για Τρέξιμο (απ’ όπου και τ’ αποσπάσματα σε δική μου απόδοση), δεν μπορεί να φανταστεί την άσφαλτο να καίει μ΄αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο που καίει τα καλοκαίρια και τους μποτιλιαρισμένους Αθηναίους να λένε «ποιος είναι αυτός ο τρελός που τρέχει μόνος του πρωί πρωί;», αλλά κάπως έτσι θα έγιναν τα πράγματα.

Αν, λοιπόν, είστε κάπου ζεστά και νιώθετε πως δεν θα τα καταφέρετε, πως αυτός ο καύσωνας είναι πραγματικά ανυπόφορος, αν σάς έρχεται να λιποθυμήσετε στη στάση του τρόλεϊ ή στη δουλειά, σκεφτείτε τον Χαρούκι Μουρακάμι πρώην ιδιοκτήτη τζαζ μπαρ στο Τόκιο, συγγραφέα, δρομέα και μυστήριο τύπο να φτάνει κατάμονος με τα πόδια από την Αθήνα στον Μαραθώνα. «Ήταν στη μέση του καλοκαιριού. Όσοι έχουν πάει ξέρουν, η ζέστη είναι απίστευτη, οι ντόπιοι, αν μπορούν να το αποφύγουν, δεν πολυβγαίνουν. Δεν κάνουν και πολλά, απλώς δροσίζονται στη σκιά, διατηρούν τις δυνάμεις τους. Μόνον αφότου πέσει ο ήλιος βγαίνουν στους δρόμους. Οι μόνοι άνθρωποι που βλέπεις να κυκλοφορούν στο δρόμο καλοκαίρι μεσημεριού στην Ελλάδα είναι οι τουρίστες[…]για τέτοια ζέστη μιλάω». Τρέλα. 

Ακολουθούν ορισμένες βασανιστικές σελίδες όπου ο Μουρακάμι όντως ξεκινάει το τρέξιμο. Το τοπίο: λεωφόροι, έργα οδοποιίας, διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, παντού ο κίνδυνος να χάσει εντελώς το ρυθμό και να τα παρατήσει. Άνθρωποι στις στάσεις των πρωινών λεωφορείων του ρίχνουν περίεργα βλέμματα, ένας τύπος εμφανώς απ’ αλλού τρέχει στη γειτονιά τους το ξημέρωμα. «Η Αθήνα δεν έχει και πολλούς δρομείς» συμπεραίνει ο συγγραφέας-πλέον αυτό δεν ισχύει. 

Έχει τόση ζέστη που ήδη από νωρίς πετάει το κοντομάνικο και τρέχει γυμνός από τη μέση και πάνω. Καίγεται, τσουρουφλίζεται κι αργότερα το μετανιώνει. Τον προσπερνούν λεωφορεία, φορτηγά, η κατάσταση μοιάζει εφιαλτική. Αλλιώς είχε φανταστεί έναν ιστορικό δρόμο, συνειδητοποιεί ότι πρόκειται απλώς για μία μεγάλη οδική αρτηρία. Συναντά νεκρά σκυλιά, γάτες πατημένες από αυτοκίνητα. Σ’ αυτόν τον δρόμο συνεχίζει για χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων, με όλο το συναισθηματικό σκαμπανέβασμα που συνοδεύει την επίμονη προσπάθεια, τη μονότονη άθληση κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. «Πεθαίνω απ’ τη δίψα», λέει, «αλλά νιώθω μια χαρά, έχω ενέργεια». «Περνάω από το μικρό χωριό της Νέας Μάκρης, ηλικιωμένοι κάθονται σ’ ένα καφενείο και πίνουν τον πρωινό καφέ τους από μικροσκοπικά φλιτζανάκια. Με κοιτούν σιωπηλοί καθώς τους προσπερνώ τρέχοντας». 

Παραδομένος στη δίψα και τον ιδρώτα, παραδέρνοντας μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ημιλιπόθυμος κι ευτυχισμένος ο Μουρακάμι φτάνει στο μνημείο του Μαραθώνα στην είσοδο της πόλης. Η ζέστη είναι απίστευτη, η πλάτη του έχει καλυφθεί από στρώματα εξατμισμένου ιδρώτα, βασικά είναι απλώς «αλάτι» και κάψιμο. Ολοκληρώνει την προσπάθεια του. Έχει όντως φτάσει τρέχοντας από την Αθήνα στον Μαραθώνα μέσα στην κάψα του ελληνικού καλοκαιριού. Κάθεται σ’ ένα καφενείο. Παραγγέλνει μία παγωμένη Άμστελ. Την κατεβάζει με τη μία. «Φανταστική γεύση. Όμως, δεν συγκρίνεται με την μπίρα που φανταζόμουν ενώ έτρεχα». Τίποτα στον πραγματικό κόσμο δεν συγκρίνεται με την ομορφιά των πραγμάτων που φαντάζεται ο άνθρωπος που τρέχει ή γράφει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT