Η Ελλάδα δεν είναι καρτ ποστάλ

3' 13" χρόνος ανάγνωσης

Είμαι διγενής: Πελοποννήσια η μάνα μου και Ηπειρώτης ο πατέρας μου. Και στους τόπους καταγωγής τους ξεκαλοκαιριάζαμε με τον αδελφό μου. Τέλειωναν τα σχολεία και φτιάχναμε βαλίτσες. Μας περίμεναν παππούδες, γιαγιάδες, συγγενολόι αρίφνητο και… τηγανητά αυγά. Κυρίως, όμως, μας περίμεναν πράγματα πρωτόφαντα στα παιδικά μας μάτια. Ζούδια, θερισμοί, βουτιές σε ποτάμια και νυχτέρια με σιγοψημένα αραποσίτια. Ολημερίς μας έψηνε χωρίς αντηλιακό ο ήλιος και τα απογεύματα μας δρόσιζαν καρπούζια από γειτονικά μποστάνια. Κι όταν έπαιρναν οι γονείς μας την άδειά τους τούς ακολουθούσαμε σε νέες ανά την επικράτεια περιηγήσεις. Μαζί τους προσκύνησα τους Δελφούς, τις Μυκήνες και την Πέλλα.

Κι αν αναφέρομαι στην προσωπική μου εμπειρία –συμπαθάτε με– το κάνω ακριβώς διότι δεν έχει τίποτα το ξεχωριστό. Παρόμοιες ήταν και οι διακοπές των ομηλίκων μου. Θέλω να διαβεβαιώσω τους νεότερους αναγνώστες, ως άνθρωπος που μεγάλωσε τη δεκαετία του 1970, ότι η γενιά μου τα καλοκαίρια έκανε παρατεταμένες διακοπές.

Και να παραδεχτώ ότι κάτι λάθος κάνουμε όλοι εμείς που, κάνοντας δύο και τρεις δουλειές, δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε στα παιδιά μας ανάλογη αναψυχή. Λίγες ημέρες για όσα είναι τυχερά ή μία βδομάδα στις κατασκηνώσεις της μητρόπολης που είναι δωρεάν! Μετά επιστροφή σε μια καθημερινότητα με μπόλικα ίσως παγωτά, αλλά χωρίς καμιά ανεμελιά! «Ο χρόνος είναι χρήμα», «οι δουλειές τρέχουν» και μαζί τους τρέχουμε κι εμείς χωρίς σταματημό και σωσμό.

Και γι’ αυτό δεν φταίει καμιά κρίση. Από πριν είχαμε αυτοβούλως εγκλωβιστεί σε μια ζωή που μας ξέφευγε προσδοκώντας την!

Δεν θέλω να μηδενίσω τους εργασιακούς κόπους κανενός. Ταμείο κάνω. Και βλέπω ότι οι τιμές των ναύλων και της εκτός σπιτιού διαβίωσης είναι απαγορευτικές για όσους δεν έχουν εισοδήματα πέραν της εργασίας τους. Ακόμη και μια ολιγοήμερη επίσκεψη στο παρατημένο πατρικό δεν είναι πρόξενος χαράς αλλά αχρείαστη έγνοια.

Τι μένει μετά από όλη αυτή τη χρόνια εκγύμναση στην «πρόοδο»; Η διαρκής αιχμαλωσία μας σε πόλεις που σταδιακά κι ανεπαισθήτως παραδίδονται στις ορδές των τουριστών. Οι περισσότεροι ξεκαλοκαιριάζουμε με ανεμιστήρες και κλιματιστικά, ξένοι στις ίδιες τσιμεντουπόλεις – ούτε στα ημίφωτα μπαλκόνια μας δεν εμφανιζόμαστε πλέον. Ιδρώνουμε και ξεϊδρώνουμε εντός των οικιών μας.

Αλλά κι εκείνοι που καταφέρνουν να αποδράσουν δεν βλέπω να τα καλοκαταφέρνουν. Πλοία βρίσκουν, αλλά ούτε γι’ αυτούς «έχει οδό». Περιφέρονται ανά την επικράτεια κουβαλώντας το άχθος της πόλης σε περιφέρειες που έγιναν κακέκτυπα της αθηναϊκής κακοπραγίας.

Οι περισσότεροι ξεκαλοκαιριάζουμε με ανεμιστήρες και κλιματιστικά, ξένοι στις ίδιες τσιμεντουπόλεις – ούτε στα ημίφωτα μπαλκόνια μας δεν εμφανιζόμαστε πλέον.

Πέραν όμως αυτής της κατάντιας, υπάρχει ακόμη μια άλλη Ελλάδα, άσχετη με τις αγοραπωλησίες του φολκλόρ, τη γαλέρα της εποχικής εργασίας και τον ψυχαναγκασμό τού «να περνάμε καλά». Θα μου επιτρέψετε πάντως, επειδή με τις θεωρίες κάποιοι βγάζουμε το ψωμί μας αλλά κανείς δεν χορταίνει, ένα ακόμη παράδειγμα.

Πριν από αρκετά χρόνια –στην προ κινητών περίοδο– βρέθηκα με συντροφιά στη Σίφνο. Επρεπε να τηλεφωνήσουμε στους δικούς μας και το μόνο τηλέφωνο που υπήρχε στο Κάστρο ήταν στο σπίτι μιας ηλικιωμένης κυρίας. Το βρήκαμε εύκολα – είχε μια μεταλλική ταμπέλα με ακουστικό στην εξώθυρα. Τηλεφωνήσαμε, ευχαριστήσαμε και κατευθυνθήκαμε στην έξοδο. «Πού πάτε», μας ρώτησε. «Ρίξαμε στο μεταλλικό κουτί το αντίτιμο της συνδιάλεξης», εξήγησα. «Καλά, καθίστε» μας είπε και μας πρόσφερε γλυκό του κουταλιού και δροσερό νερό. Ντράπηκα τόσο που δεν έκανα την ανόητη ερώτηση μήπως χρωστάμε κάτι για το κέρασμα. Στη συνέχεια, αυτοί που μας έστειλαν για το τηλεφώνημα μας εξήγησαν ότι είναι αδιανόητο να μπει κάποιος στο σπίτι της χωρίς να τον φιλέψει.

Αυτή η γυναίκα δεν ήταν καρτ ποστάλ. Ηταν η προσωποποίηση ενός αρχαίου τρόπου που δεν δίνει αντιπαροχή την αρχοντιά του. Τη χαρίζει.

Αν έγραψα τα παραπάνω δεν το έκανα χάριν μνημοσύνου μιας αξιομνημόνευτης κυρίας. Τα έγραψα διότι είμαι πεπεισμένος ότι η ομορφιά, όσα μπακίρια (δηλαδή χαλκάδες) κι αν φορτώσουμε τις ζωές μας, δεν χάνεται. Λαμποκοπά μες στα σκοτάδια και στις σκοτούρες μας. Και θα είναι κέρδος για όλους μας να τη γυρέψουμε και να λουστούμε στο φως της.

Καλό ελληνικό καλοκαίρι!

*Ο κ. Θεόδωρος Παντούλας είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT