Οδύσσεια με πλοηγό τον Καραγκιόζη

4' 11" χρόνος ανάγνωσης

Η πορεία του ελληνικού θεάτρου από το 1974 μέχρι σήμερα μοιάζει με την Οδύσσεια ενός σαπιοκάραβου με πλήρωμα μια χούφτα γενναίους ερασιτέχνες (με την πρωτότυπη σημασία της λέξης, παρακαλώ) ναυτικούς, γεμάτους αυτοκτονική αυταπάρνηση μέσα από διάφορες Σειρήνες, Σκύλλες και Χάρυβδες, Κίρκες, Κύκλωπες και Λωτοφάγους στον δρόμο προς την Ιθάκη.

Η διαφορά με την Οδύσσεια του Ομήρου είναι ότι το δικό μας σαπιοκάραβο δεν έχει φτάσει ακόμη στην Ιθάκη του – και είναι αμφίβολο αν θα τα καταφέρει ποτέ. Ισως όμως αυτή να είναι και η μυστική μας δύναμη: η αέναη πάλη με τα τέρατα μας έχει κάνει χαλκέντερους, ιδιαίτερα επινοητικούς και αιχμηρούς και, εν τέλει, survivors. Και επειδή είμαι ένας από τους ελάχιστους επιζώντες που μπάρκαραν από την αρχή στο σαπιοκάραβο αυτό, είμαι σε θέση να τεκμηριώσω τα λεγόμενά μου με άφθονες προσωπικές εμπειρίες.

Ετσι, θα ξεκινήσω από τη βασική αιτία της περιπλάνησης: την κακοθαλασσιά. Οπως σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής αυτού του τόπου, η αρχή και το τέλος όλων των κακών (και ενίοτε των καλών) πηγάζει από την έλλειψη οραματικής, συμπαγούς, συνεπούς και ορθολογικής πολιτικής στον χώρο του πολιτισμού, με δύο ετοιμόρροπους πυλώνες: τη σαθρή εκπαίδευση και την ανερμάτιστη και (επιεικώς) ελλιπή κρατική οικονομική στήριξη. Με εξαίρεση τη «χρυσή» εποχή 1990-2009, όταν και υπήρξε μια πολύ σοβαρή προσπάθεια ανακατασκευής του σκαριού, αυτό μετά δυστυχώς εγκαταλείφθηκε, με κάποιες πρόσφατες εμβαλωματικές παρεμβάσεις για να μη βυθιστεί εντελώς.

Δεν μπορώ, όσο βαθιά κι αν σκάψω στο κεφάλι μου, να θυμηθώ κάποια περίοδο που δεν έπρεπε να μετράμε ένα ένα τα ψίχουλα που είχαμε στα χέρια μας για να δούμε μετά τι μας επέτρεπαν αυτά τα ψίχουλα να ονειρευτούμε. Για να καταλήξουμε, σχεδόν πάντα, στην καλύβα του Καραγκιόζη, την οποία με αντίστοιχα καραγκιοζίστικο ηρωισμό κάναμε να φαίνεται σαράι. Αυτή λοιπόν η κακοδαιμονία είναι το πρώτο που θα ήθελα να «αφήσω», να αφήσουμε πίσω μας οριστικά. Ας αποφασίσει επιτέλους η ελληνική πολιτεία να αντιμετωπίσει τον σύγχρονο πολιτισμό όπως του αρμόζει. Ας χτίσει από την αρχή το εκπαιδευτικό σύστημα, ας οργανώσει σταθερά και γενναιόδωρα τη χρηματοδότηση, ας καταστρώσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, εντάσσοντας μέσα τους πάντες: από τα κρατικά θέατρα και τις σχολές μέχρι τις νεανικές ομάδες, τη σύγχρονη δραματουργία και βέβαια την εξωστρέφεια προς το διεθνές κοινό.

Το δεύτερο πράγμα που θα ήθελα να αφήσω πίσω (ούτε εδώ όμως είμαι αισιόδοξος) είναι η απορρόφηση καίριων δυνάμεων από τις τάξεις των ηθοποιών εκ μέρους της τηλεόρασης. Ιστορικά υπήρξε μια πρώτη, ανάλογη με τη σημερινή, έξαρση υπερπαραγωγής τηλεοπτικών σειρών τις δεκαετίες ’90 και ’00, αλλά φοβάμαι ότι η σημερινή είναι ασύγκριτη. Κι ενώ είναι καθόλα ευπρόσδεκτη ως πολιτιστικό φαινόμενο, έχει δυστυχώς σοβαρές παρενέργειες για το θέατρο.

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω τίποτα εναντίον της τηλεόρασης γενικά, και σέβομαι ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά προϊόντα στα οποία είναι φανερός ο μόχθος για εξασφάλιση καλλιτεχνικής ποιότητας. Και βέβαια το πρόβλημα δεν είναι ότι οι πολύ φτωχά αμειβόμενοι στο θέατρο ηθοποιοί (για τους λόγους που προανέφερα) βρίσκουν αξιοπρεπείς αμοιβές και γενικά συνθήκες εργασίας στην τηλεόραση. Κάθε άλλο. Το πρόβλημα είναι η ποσότητα: η ηγεμονία της βιομηχανίας των τηλεοπτικών σειρών εξαπλώνεται με τόσο ραγδαίους ρυθμούς, που πλέον το θέατρο δυσκολεύεται να προσελκύσει με τα πενιχρά του οικονομικά μέσα συναδέλφους που –κατά κανόνα για λόγους οικονομικής επιβίωσης– είναι υποχρεωμένοι να έχουν παράλληλη απασχόληση σε μία ή και περισσότερες τηλεοπτικές σειρές. Οι συνέπειες είναι πολλαπλές: στριμωγμένα χρονοδιαγράμματα, άγχος για τους ηθοποιούς (και όχι μόνο), έλλειψη δυνατότητας για κατάδυση στα βάθη της δραματουργίας κ.λπ. Δυσεπίλυτο πρόβλημα, και ομολογώ ότι δεν έχω το μαγικό ραβδάκι μιας εύκολης λύσης. Παράλληλα βέβαια υπάρχει το ευχάριστο παράδοξο, ότι συχνά το κοινό που παρακολουθεί τις τηλεοπτικές σειρές γεμίζει και τα θέατρα, με αποτέλεσμα να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Ή μήπως όχι;

Και τώρα έρχομαι σ’ αυτά που θα ‘θελα να «κρατήσω». Ισως φανεί οξύμωρο, αλλά προσωπικά δεν με φοβίζει καθόλου, αντίθετα με συναρπάζει, ο πληθωρισμός των θεάτρων και των θεατρικών ομάδων. Φαινόμενο που ξεκίνησε προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 και αντέχει γερά μέχρι και σήμερα, ο συνωστισμός και η έκρηξη του εκφραστικού πλουραλισμού στο θέατρο είναι από τα πιο υγιή και καρποφόρα απότοκα της μεταπολίτευσης. Μας έχει δώσει άπειρα νέα ταλέντα και τάσεις, κορυφαίες παραστάσεις, ανοίγματα προς δρόμους πρωτόγνωρους και μια δημιουργική ελευθερία –κυρίως στους νέους καλλιτέχνες– που όμοιά της δεν γνώρισε κανένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη χώρα μας μέχρι σήμερα. Φυσικά η άνθηση αυτή συμπαρέσυρε και εξαφάνισε σχεδόν την ατομική δραματουργία, έφερε όμως στην επιφάνεια άλλες δυνάμεις, πιο συλλογικές και εναλλακτικές. Πιστεύω πως είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό της «οδυσσεϊκής» περιπέτειας του θεάτρου στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα και του ηρωισμού και της υγιούς φιλοδοξίας που πρέπει να διέπει την καλλιτεχνική ζωή μιας χώρας.

Τέλος, «κρατάω» τον Τύπο και –κυρίως– το κοινό. Τότε, τώρα, πάντα. Η περιπέτεια του σαπιοκάραβου δεν θα είχε κανένα νόημα αν δίπλα, μπροστά και πίσω του δεν ακολουθούσαν όλες αυτές οι μικρές, εξίσου ηρωικές, αυτοσχέδιες και ετοιμόρροπες πολλές φορές βάρκες, που κι αυτές με κίνδυνο να αναποδογυρίσουνε και να βυθιστούνε, στήριξαν –άλλοτε με τις ενδυναμωτικές φωνές τους και άλλοτε με υλικά εφόδια από το υστέρημά τους– το ηθικό του πληρώματος του σαπιοκάραβου και το βοήθησαν να επιπλέει ακόμη.

*Ο κ. Γιάννης Χουβαρδάς είναι σκηνοθέτης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT