O Henri Cartier-Bresson στο Παγκράτι

3' 24" χρόνος ανάγνωσης

Πού μπορεί να δροσιστεί κανείς στο Παγκράτι τις μέρες του καύσωνα χωρίς να χάσει το μυαλό του από τον θόρυβο; Η προφανής λύση είναι ο Εθνικός Κήπος. Με τις σκιές και τους φοίνικες κάτι γίνεται, χώρια που τα δέντρα δημιουργούν μία ψευδαίσθηση εξωτικής ζούγκλας και ένα χαλαρό ηχοτοπίο. Ομως, αν ψάχνετε πραγματικά να κρυφτείτε κάπου, υπάρχει το μείον ένα του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. 

Το εισιτήριο της έκθεσης είναι δώδεκα ευρώ. Σχεδόν όσο ένα κοκτέιλ. Τρεις καφέδες. Ενα πιάτο φαγητό σκέτο. Ακριβά; Μάλλον όχι, ειδικά σε σχέση με την υπόλοιπη ξιπασιά του Παγκρατίου. Και η απόλυτη ηρεμία της αίθουσας, η αίσθηση της εξόδου προς έναν κόσμο εκτός του μεσημεριού, εκτός του καύσωνα, ακόμη και εκτός τόπου και χρόνου, είναι μία σίγουρη επιβράβευση. 

Ο πολύ διάσημος, iconic, φωτογράφος Henri Cartier Bresson είναι απ’ αυτούς που με κάνουν να σκέφτομαι αν μπορούμε να δούμε πραγματικά ένα έργο. Τι κοιτάζουμε όταν κοιτάζουμε μία φωτογραφία που έχουμε δει δεκάδες φορές στο ίντερνετ, σε μπλουζάκια, σε μαγνητάκια ψυγείου; Κι όμως, όπως συνειδητοποίησα χωρίς κόπο και χωρίς προσπάθεια, παραδομένη απλώς στην ομορφιά στο μείον ένα του Γουλανδρή, μπορείς να δεις μία φωτογραφία που έχεις ξαναδεί και να αισθανθείς μία γνήσια συγκίνηση. Αλλωστε η φωτογραφία αλληλεπιδρά διαρκώς με τον εσωτερικό σου κόσμο κι εγώ όταν πήγα στην έκθεση είχα αληθινή όρεξη να κοιτάξω αυτές τις φωτογραφίες. Ημουν ανοιχτή στο ερέθισμα. Το στοιχείο της έκπληξης μπορεί να έχει χαθεί (γιατί ποιος δεν έχει δει τις φωτογραφίες του Bresson με τα παιδάκια στη Σίφνο ή το Μαρόκο;), όμως και πάλι. Υπάρχει κάποιος χώρος μες στο κεφάλι ευσυγκίνητος, ανοιχτός, έτοιμος να ξαναδεί το καλό έργο: το φυσικό φως ενός δρόμου της Ισπανίας πιασμένο στα δίχτυα της κάμερας. Ταλαιπωρημένες γυναίκες σαν νύμφες να πλένουν τα ρούχα τους σ’ ένα ποτάμι της Ηπείρου το 1961. 

Οταν όλα είναι φωτογραφία και όλοι εμείς ερασιτέχνες φωτογράφοι που δεν το ευχαριστιούνται, τι μπορεί να κάνει η καλλιτεχνική φωτογραφία για εμάς; Σ’ έναν κόσμο οπτικοποιημένο και καταγεγραμμένο, σ’ έναν κόσμο εκατοντάδων κλικ το δευτερόλεπτο, τι μου προσφέρει τέλος πάντων μία έκθεση φωτογραφίας; Τουλάχιστον μια ανανέωση του βλέμματος και της προσοχής, αλλά και κάτι άλλο, τι; Δεν ξέρω να πω σίγουρα. Δεν ξέρω και πολλά από τέχνη, πηγαίνω στα μουσεία το καλοκαίρι κυρίως για να δροσιστώ. 

Ενιωθα να μεταφέρομαι σε έναν χώρο με την υφή του και τους ανθρώπους του. Ανθρωποι που δεν φωτογραφίζονται για να καταναλωθούν, αλλά για να εξυψωθούν, να γίνουν έργα της τέχνης. Ψηφίδες μίας ζωής σε κίνηση. Ινδία, Πελοπόννησος, Μεξικό (πόρνες που απαθανατίζονται μελαγχολικές και χαλαρές, την ώρα της αναμονής), Ινδονησία. Συνεργασίες με τη Vogue και το Holiday, περιπλανήσεις με μόνο στόχο την παρατήρηση, το μάτι του φωτογράφου ήταν εκεί για εμάς το 1944 όταν ο Pierre Bonnard στεκόταν στο σπίτι του (απλώς στεκόταν), το 1950 στο Κάιρο όταν δύο γυναίκες σκύψανε για να κοιτάξουν μία βιτρίνα με σαρκοφάγους, το 1961 στην ταβέρνα «Τα καλάμια» κάπου στην Αθήνα, την ίδια χρονιά στον Παρνασσό, σε μία πάμφτωχη Ελλάδα που κάθεται να φωτογραφηθεί ανυποψίαστη. Μία απλή χωριάτισσα που ξεδιαλέγει σπόρια. Μία παρέα παιδιών που ρίχνουν πέτρες πίσω από έναν πεσμένο τοίχο. Η ζωή σταματημένη. Το μάτι που ξέρει τι να δει.

Αν εξαιρέσεις τα κείμενα που πλαισιώνουν την έκθεση και που μερικές φορές είναι τοποθετημένα τόσο ψηλά και τόσο πλάγια ώστε δυσκολεύουν την ανάγνωση, η βόλτα αξίζει και με το παραπάνω. Το πωλητήριο του μουσείου είναι μία σπάνια εξαίρεση για τα ελληνικά δεδομένα – έχει όντως πράγματα μέσα, όμορφα και καλοφτιαγμένα. Καλό θα ήταν, φυσικά, τα μουσεία να προσέθεταν περισσότερα βιβλία στα πωλητήριά τους, όπως γίνεται στα καλά μουσεία παντού, αλλά σε πρώτη φάση άλλα μουσεία –και όχι το Γουλανδρή– έχουν να κάνουν άλλη δουλειά: να μη μοιάζουν τα πωλητήριά τους με σταθμούς ΚΤΕΛ ή με κυλικείο σε γυμνάσιο της δεκαετίας του ’90. Τι μπορεί να κάνει κανείς πραγματικά ύστερα από μία έκθεση φωτογραφίας; Ε, φυσικά, να περπατήσει κοιτάζοντας συγκεντρωμένα τα πάντα γύρω. Να φτάσει με τα πόδια στον Εθνικό Κήπο, να δει το φως ν’ αλλάζει καθισμένη/ος σ’ ένα παγκάκι, να σκέφτεται τον Bresson να φωτογραφίζει έναν αδιανόητα νέο Τρούμαν Καπότε με λευκό φανελάκι ανάμεσα σε κάτι φύλλα, το 1947, στη Νέα Ορλεάνη. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT