Η προηγούμενη λογοτεχνική μάχη ευρείας κατανάλωσης, που είχε ως βάση την κληρονομιά του Καραγάτση, ξεκίνησε με την αμφισβήτηση του παλιού από τους νέους. Η κριτική ματιά των μιλένιαλ και της γενιάς Ζ στον τρόπο που ο κλασικός συγγραφέας μεταχειρίζεται τους γυναικείους χαρακτήρες προκάλεσε μία ασυνήθιστη ηθική σύγκρουση με άρωμα μοντέρνας πολιτικής ορθότητας. Στην πιο πρόσφατη μάχη, όμως, με αφορμή το έργο του Χρήστου Βακαλόπουλου, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: αυτή τη φορά, οι νέοι ανακάλυψαν έναν λογοτέχνη (νεκρό εδώ και 31 χρόνια!) που τους αντιπροσωπεύει ειδολογικά κι αισθητικά, και οι πολύξεροι μεγάλοι ήταν εκείνοι που βάλθηκαν να αμφισβητήσουν την αξία του. «Ο Βακαλόπουλος δεν παρήγαγε υψηλή λογοτεχνία!», φωνάζουν. Γι’ αυτούς, η προτίμηση των νεοτέρων στο πρόσωπό του δεν είναι παρά αποτέλεσμα ελλιπούς παιδείας και ακαλλιέργητου γούστου. Η αλήθεια, βέβαια, βρίσκεται αλλού: το πρόβλημα των προηγούμενων γενεών δεν έγκειται στον Βακαλόπουλο ως λογοτέχνη, αλλά στο ότι δεν τον ειδωλοποίησαν αυτές πρώτες και δεν έδωσαν την άδειά τους στις επόμενες να τον λατρέψουν· αισθάνονται απειλή που το λογοτεχνικό viral της εποχής δεν φέρει την έγκρισή τους. Υπάρχει και ένα ακόμη πρόβλημα, όχι τόσο ψυχολογικό όσο αντιληπτικό: οι παλαιότεροι τα βάζουν με τον Βακαλόπουλο και τους νέους θαυμαστές του, επειδή δεν καταλαβαίνουν τι δίνει ο πρώτος στους τελευταίους. Ερεθίζονται επειδή παρακολουθούν την άνθηση μιας σχέσης που δεν έχουν τα εργαλεία να αναλύσουν.
Γιατί αρέσει;
Στο έργο του «Η Γραμμή του Ορίζοντος», το οποίο, όντας για χρόνια εξαντλημένο, είχε αποκτήσει χαρακτήρα θρυλικού αστικού τοτέμ και διακινούνταν λαθραία, μέχρι να επανακυκλοφορήσει επισήμως πριν από λίγο καιρό, ο Βακαλόπουλος δεν κάνει κάποιου είδους προσηλυτισμό, ούτε κολακεύει τα νιάτα. Αντιθέτως, διηγείται με μάλλον αφηρημένο τρόπο τη σύντομη ιστορία μιας 32χρονης γυναίκας που περνάει το καλοκαίρι της σε ένα ελληνικό νησί, αναλογιζόμενη τα χρόνια που περνούν, τις σχέσεις που αλλάζουν, τους τόπους που μας καθορίζουν και όλα τα ρεύματα, ιστορικά, πολιτιστικά και άλλα, που σαρώνουν την ατομική και συλλογική μας ζωή, αφήνοντας πίσω τους ασαφείς εντυπώσεις και παγωμένα αισθήματα. Χωρίς στόμφο και επιτήδευση, αλλά με μία ανάλαφρη και υπαινικτική ειρωνεία, ο Βακαλόπουλος μιλάει για τη σταθερά της αλλαγής και για την επώδυνη διαδικασία του ταυτοτικού προσδιορισμού με όρους νεοελληνικούς και παγκόσμιους. Αυτός είναι ο λόγος που η «Γραμμή του Ορίζοντος» αρέσει τόσο στις νεότερες γενιές: η αναζήτηση του εαυτού, το ρευστό σκηνικό, η νοσταλγία για κάτι απροσδιόριστο και η υπαρξιακή αμηχανία που το έργο τόσο απολαυστικά περικλείει, αντανακλούν την ιδιοσυγκρασία του σημερινού τριαντάρη. Για όλους εκείνους που επιπλέουν στη ζωή, αλλά έχουν ακόμη αντοχές να κολυμπούν προς τη γραμμή του ορίζοντος, ο Βακαλόπουλος προσφέρει 165 σελίδες παρηγοριάς.
Ο φθόνος της επιτυχίας
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Οπως στην κριτική εις βάρος του Καραγάτση εντοπίσαμε με μεγάλη προθυμία τις παθογένειες της γενιάς που τον κριτικάρει, πρέπει και στην περίπτωση του Βακαλόπουλου να κάνουμε το ίδιο για τους ασπρομάλληδες που αποφάσισαν να αποκαθηλώσουν το έργο ενός συγγραφέα, επειδή τόλμησε να αρέσει στους νέους μετά θάνατον. Ο φθόνος παίζει σημαντικό ρόλο στην πολεμική εναντίον της «Γραμμής του Ορίζοντος». Πολλοί από τους επικριτές του Βακαλόπουλου και του ανάρπαστου βιβλίου του είναι και οι ίδιοι συγγραφείς, οι οποίοι, όμως, παρά τις προσπάθειές τους, απέτυχαν σε αυτό που ο Βακαλόπουλος πέτυχε χωρίς προσπάθεια: να γίνουν διαχρονικοί, να διεισδύσουν σε συνειδήσεις ανθρώπων εκτός του κύκλου και της εποχής τους, να δημιουργήσουν με το πνεύμα και το στυλ τους έναν αναγνωρίσιμο λογοτεχνικό τύπο. Παίζει ρόλο και η απώλεια του ελέγχου: ο κόσμος των γραμμάτων, εκτός από πνευματικός, ήταν ανέκαθεν ένας κόσμος εξουσίας. Η επιτυχία του Χρήστου Βακαλόπουλου είναι μία ρωγμή στην εξουσία αυτή. Το ιερατείο υποψιάζεται πως η εποχή που όριζε μόνο του ποιος αξίζει και ποιος όχι, ενδεχομένως πέρασε· ο φόβος του είναι κατανοητός.