Ενα παγκόσμιο πρόβλημα με δυσοίωνες προβλέψεις είναι η έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, δεν είναι χαμηλός ο συνολικός αριθμός γιατρών που έχουμε ανά κάτοικο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ υπάρχει αυξητική τάση, έπειτα από στασιμότητα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, η αύξηση του αριθμού των γιατρών δεν επαρκεί για να καλύψει την αύξηση της ζήτησης, ενώ παρατηρούνται ελλείψεις γιατρών στο ΕΣΥ. Ταυτόχρονα, είμαστε ουραγοί τόσο στον σχετικό αριθμό νοσηλευτικού προσωπικού, όσο και γενικών ιατρών, παραμένοντας πίσω στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Υπάρχει λοιπόν σοβαρός λόγος ανησυχίας και απαιτούνται άμεσες λύσεις για ένα πρόβλημα που θα επιδεινώνεται διαρκώς τα επόμενα χρόνια.
Οι προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι πολλές. Βασική πρόκληση αποτελεί η γήρανση του πληθυσμού: η αυξανόμενη μέση ηλικία συνδέεται με μεγαλύτερες ανάγκες για ιατρική φροντίδα και άρα για περισσότερους γιατρούς και νοσηλευτές. Συγχρόνως, ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι στην υγεία θα γερνούν και θα συνταξιοδοτούνται, ενώ η ηλικία συσχετίζεται και με την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Επίσης, αντιμετωπίζουμε αυξανόμενα κόστη τεχνολογιών υγείας (π.χ. ακριβά φάρμακα και προηγμένα μηχανήματα), που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό και πιέζουν τις οικονομικές δυνατότητες σε άλλους τομείς, όπως οι ανθρώπινοι πόροι.
Ανάλογες ελλείψεις προσωπικού αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, προσελκύοντας γιατρούς και νοσηλευτές – φαινόμενο που ζήσαμε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης κατά την οποία υπήρξε εκροή από το ΕΣΥ προς άλλα συστήματα υγείας.
Συνολικά, η αύξηση της ζήτησης για ιατρική φροντίδα υπερσκελίζει την αύξηση της προσφοράς, απειλώντας την επάρκεια του ΕΣΥ.
Μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις, απαιτούνται στοχευμένες παρεμβάσεις.
Αιχμή του δόρατος πρέπει να αποτελέσει η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση της τεχνολογίας και ειδικά της τεχνητής νοημοσύνης.
Αιχμή του δόρατος πρέπει να αποτελέσει η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση της τεχνολογίας και ειδικά της τεχνητής νοημοσύνης. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί, π.χ., να συνδράμει στην αξιολόγηση ακτινογραφιών και να ελαφρύνει το βαρύ γραφειοκρατικό έργο τού να συμπληρώνουν οι γιατροί ατελείωτα έγγραφα, ώστε να μπορούν να εστιάσουν στο κλινικό τους έργο και να φροντίζουν περισσότερους ασθενείς.
Μία από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις, όμως, είναι η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού μέσα από τον υγιεινό τρόπο ζωής: σωστή διατροφή, άσκηση, ύπνος, περιορισμός αλκοόλ και καπνίσματος μπορούν να αποτρέψουν πολλές χρόνιες παθήσεις, όχι μόνο περιορίζοντας την ανάγκη για ιατρική περίθαλψη, αλλά, επιπροσθέτως, βελτιώνοντας την υγεία του πληθυσμού, που είναι και ο στόχος της πολιτικής υγείας. Σε αυτήν την κατεύθυνση δεν αρκεί μόνο η ενημέρωση, καθώς πρέπει να περάσουμε σε ουσιαστικότερες δράσεις, στηριζόμενοι στα εργαλεία της συμπεριφορικής επιστήμης, ώστε να ωθήσουμε τον πληθυσμό σε πιο υγιεινό τρόπο ζωής.
Επιπλέον, πρέπει να αξιολογήσουμε σήμερα πόσους γιατρούς και σε ποιες, ειδικότητες θα χρειαστούμε τα επόμενα χρόνια και να προχωρήσουμε στην εκπαίδευσή τους. Αυτό από μόνο του δεν αρκεί, καθώς επόμενο είναι να παρατηρούνται μετακινήσεις εκτός ΕΣΥ ή εκτός Ελλάδας ανάλογα με τις σχετικές συνθήκες, μισθολογικές και μη. Απαιτείται η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών εργασίας και κινήτρων, ώστε να επιτυγχάνεται η προσέλκυσή τους στο ΕΣΥ, καθώς και η βέλτιστη κατανομή τους, ανά ειδικότητα και γεωγραφική περιοχή, και η στελέχωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας. Υψηλότερες αποδοχές και περισσότεροι γιατροί σε διάφορες ειδικότητες σε ακριτικά νησιά και απομακρυσμένες περιοχές θα επιβάρυναν ελάχιστα τον συνολικό προϋπολογισμό. Ακόμη και αν κάποιες ειδικότητες δεν χρειάζονται συχνά, η παρουσία ειδικευμένων γιατρών αποτελεί ασφάλεια και σιγουριά για τους κατοίκους και τους βοηθάει να μείνουν στον τόπο τους, π.χ. αν ξέρουν ότι σε περίπτωση εγκυμοσύνης θα έχουν πλήρη φροντίδα χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθούν.
Τέλος, οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι στοχευμένες και να βασίζονται σε σωστή στατιστική ανάλυση δεδομένων – κάτι στο οποίο η Ελλάδα υστερεί συνολικά στον χώρο της υγείας.
Εν κατακλείδι, λύσεις υπάρχουν. Ομως απαιτούνται παρεμβάσεις σήμερα, καθώς θα χρειαστούν χρόνια για να φανούν τα αποτελέσματά τους. Οπως στους περισσότερους τομείς στην άσκηση πολιτικής, απαιτείται μακροχρόνιο όραμα που ξεπερνάει τους εκλογικούς κύκλους.
*Ο κ. Σωτήρης Βανδώρος ([email protected]) είναι καθηγητής Οικονομικών Υγείας στο University College London (UCL), adjunct καθηγητής στο Harvard University.