Ντροπή και αναισχυντία στην πολιτική

Ντροπή και αναισχυντία στην πολιτική

3' 30" χρόνος ανάγνωσης

Διαχρονικά και σχεδόν παντού, όταν ένα πολιτικό πρόσωπο επιχειρεί να απαξιώσει κάποιον αντίπαλο, μια συνηθισμένη μομφή και συνάμα επίκληση είναι εκείνη της ντροπής. Το ρητορικό αυτό επιχείρημα ανιχνεύεται ήδη στον Oμηρο: με το «αιδώς Αργείοι» επέπληξε ο Αίας τους Αργείους για το μειωμένο ηθικό τους απέναντι στους Τρώες (Ιλιάδα, στίχ. 787). Με το «shame on you, Mr Bush» απευθύνθηκε το 2003 στον πρόεδρο Μπους τον νεότερο ο γνωστός Αμερικανός σκηνοθέτης και ακτιβιστής Mάικλ Mουρ με αφορμή τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν ένας/μία πολίτης εγκαλεί τις Αρχές: «Ντροπή σας, σήμερα μας κάψατε ξανά» ήταν τον περασμένο Μάιο η έκρηξη οργής συγγενών και θυμάτων της πυρκαγιάς στο Μάτι για την πρωτόδικη δικαστική απόφαση.

Ενίοτε, αντί της άμεσης επιθετικής έγκλισης επιστρατεύεται η παθητική φωνή στο πρώτο ενικό πρόσωπο, έτσι ώστε ο ομιλών να δηλώνει ότι ντρέπεται για τις πράξεις ή παραλείψεις ορισμένων, οι οποίοι/ες ανερυθρίαστα παραβίασαν κάποιον πανδήμως ισχύοντα ηθικό κανόνα. Πόσες φορές έχουμε ακούσει πολιτικούς (και όχι μόνον) να αναφωνούν «ντρέπομαι για λογαριασμό σας, κύριοι»; Προσφάτως, εκφράζοντας την πλειονότητα των παρόντων, ο πρόεδρος της Βουλής ανέφερε για τον βουλευτή κ. Παύλο Πολάκη: «Ντρέπομαι που αναγκάζομαι να ασχολούμαι με τέτοιους συναδέλφους».

Μολονότι στο πλαίσιο της ενσυναίσθησης και της ανθρώπινης κοινωνικότητας είναι σύνηθες να νιώθει κανείς αισχύνη για λογαριασμό κάποιου άλλου, εξίσου συχνά όμως, όταν κάποιος/α διατυπώνει τη φράση αυτή, δηλώνει συνεκδοχικά τον θυμό και την αγανάκτησή του/ης για την απρέπεια λόγων και έργων τρίτων προσώπων. Και τούτο διότι το, κατά πολλούς οικουμενικό, συναίσθημα της ντροπής βιώνεται ως μια οξεία, οδυνηρή και τιμωρητική ψυχική εμπειρία που καταλαμβάνει ολόκληρο τον εαυτό στο μέτρο που θεωρείται πως το άτομο που τη βιώνει έχει υπερβεί τα εσκαμμένα της κοινής ηθικής ή το «περί δικαίου αίσθημα», καθιστάμενο έτσι αποσυνάγωγο. Η ντροπή είναι τιμωρητική καθώς το υποκείμενό της παρατηρείται από το ελεγκτικό βλέμμα των άλλων ή/και από το εσωτερικό τρίτο μάτι του ηθικού Υπερεγώ. Ακριβώς γι’ αυτό είναι ένα αρνητικό, αυτο-στοχευμένο κοινωνικό και ηθικό συναίσθημα που αναφέρεται στο τι είναι και όχι μόνον ή απλώς στο τι κάνει το υποκείμενό της, το οποίο εξ αυτού του λόγου προσπαθεί να την παρακάμψει ή να αποφύγει να δώσει στους άλλους αφορμή να του την επιρρίψουν.

Βάσει αυτών των ιδιοτήτων της, η ντροπή καθίσταται και πολιτικό συναίσθημα όταν όχι μόνον αποδίδεται εναντιωματικά στον πολιτικό αντίπαλο αλλά και όταν, προκειμένου κάποιος να την αποφύγει, συμμορφώνεται στις κατεξουσιαστικές επιταγές της πολιτικής του κοινότητας (του έθνους, του κόμματος, του κινήματος, της τρομοκρατικής οργάνωσης κ.ο.κ.). Δύναται λοιπόν να λειτουργήσει ως συγκολλητική ουσία, μέσω της οποίας νομιμοποιούνται δομές και πρακτικές εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ως σημαίνον είναι ένα όπλο πολιτικής ρητορικής. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο πρόεδρος της Βουλής θέλησε να ντροπιάσει τον συγκεκριμένο βουλευτή.

Κάτι όμως που πρέπει να προσεχθεί είναι ότι ο κ. Πολάκης αποποιήθηκε την κατηγορία για το γνωστό περιστατικό στην επιτροπή της Βουλής, όπως εξάλλου έχει κάνει και άλλες φορές: Δεν ζητάει συγγνώμη και δεν ανακαλεί. Θα έλεγε ίσως κανείς πως η τακτική αυτή είναι ένας αναμενόμενος τρόπος παράκαμψης της καταισχύνης και του αυτο- και ετερο-στιγματισμού. Ομως δεν πρόκειται μόνο περί αυτού: είναι μια γενικότερη στάση αναισχυντίας, μια θυμική πολιτική πρακτική, η οποία στο πλαίσιο του πολωμένου κοινωνικο-πολιτικού και συναισθηματικού κλίματος λειτουργεί ως αντισυμβατική ρητορεία, ως λαϊκότροπη αντισυστημική αυθεντικότητα, που υποκαθιστά τη φωνή διαμαρτυρίας των από κάτω. Κι εδώ ο κ. Πολάκης δεν ήταν και δεν είναι μόνος. Πλην εκείνων που εγχωρίως τον αμιλλώνται, στη διεθνή σκηνή υπάρχουν μεγαλύτερα μεγέθη: οι Ντόναλντ Τραμπ, Μπολσονάρο, Πέπε Γκρίλο, Ορμπαν και ο «αναρχικοκαπιταλιστής» πρόεδρος της Αργεντινής Μιλέι είναι φορείς αυτού του πνεύματος, μιας ιδιότυπης πολιτικής συμπεριφοράς, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η επιδεικτική αναισχυντία ως δημόσιο, καταναλώσιμο και, φυσικά, μεσοποιημένο θέαμα.

Στο πλαίσιο της «πολιτικής της αγανάκτησης» και των παραπόνων –και βεβαίως του πολιτικού μάρκετινγκ–, οι φορείς αυτής της τακτικής λειτουργούν ως φερέφωνα και πολλαπλασιαστές της δικαιολογημένης λαϊκής οργής, την οποία όμως ανακατευθύνουν σε επιλεγμένους «εχθρούς» που υποτίθεται ότι δεν αξίζουν σεβασμού και αναγνώρισης. «Επιτρέπεται» έτσι η αναστολή ηθικών φραγμών, η κατάργηση της κοσμιότητας, με την αναίδεια να γίνεται βαθμηδόν αποδεκτό και αναμενόμενο στυλ πολιτικής επικοινωνίας. Αυτό, βέβαια, υποδαυλισμένο από τον ακραίο μετανεωτερικό ατομικισμό και τον καταναλωτισμό, όσο επεκτείνεται τόσο βαθύτερη καθίσταται η κρίση του πολιτικού λόγου και της δημοκρατίας.

*Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT