«…Κι όσο πιο πολύ περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο με εμπνέει το να τους παρατηρώ (σ.σ. τους ηθοποιούς), γιατί πιστεύω ότι το θέατρο χρησιμεύει στη ζωή μου περισσότερο απ’ ό,τι η ζωή μου χρησιμεύει στο θέατρο», λέει ο Πορτογάλος σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν Τιάγκο Ροντρίγκες. Και το κάνει πράξη. Γιατί στην παράσταση «Εκάβη, όχι Εκάβη», σε κείμενο δικό του, πρώτη συνεργασία του με την Κομεντί Φρανσέζ, που παρακολουθήσαμε το περασμένο Σάββατο (27 Ιουλίου) στην Επίδαυρο, οι ηθοποιοί ήταν το έργο. Ο Ροντρίγκες, στη συνέντευξή του στο πρόγραμμα, περιγράφει τη συνήθειά του να παρατηρεί καθημερινά τις/τους ηθοποιούς με τους οποίους δουλεύει, τον τρόπο με τον οποίο έρχονται, παράλληλα με τις πρόβες, «αντιμέτωποι με προβλήματα της ιδιωτικής τους ζωής, στην οικογένεια, ως όντα πολιτικά, ως πολίτες».
Στη γυμνή ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, δεσπόζει ένα υπερμέγεθες ομοίωμα σκύλου, μοιάζει με ορειχάλκινο, πάνω σε βάση από μπετόν. Ενα μεγάλο, επίμηκες, τραπέζι πρόβας, ο ολιγομελής θίασος, ντυμένος με μαύρα ρούχα, ετοιμάζεται για την πρεμιέρα της «Εκάβης» του Ευριπίδη. Η Νάντια, που υποδύεται τον ομώνυμο ρόλο, είναι, στην προσωπική ζωή της, μητέρα ενός αυτιστικού παιδιού, που κακοποιείται στο κρατικό ίδρυμα το οποίο το φιλοξενεί. Με γενναιότητα εμπλέκεται σε μια επίπονη δικαστική περιπέτεια για να τιμωρηθούν οι κακοποιητές και να αποδοθούν οι ευθύνες. Οπως και η ηρωίδα που ερμηνεύει έτσι και η ίδια είναι μια μητέρα που αγωνίζεται για δικαιοσύνη.
Είναι, όμως, έτσι; Στα μάτια μας, τα δύο έργα δεν συναντήθηκαν –μόνον παρ’ ολίγον και ακροθιγώς, κάποιες στιγμές– αλλά, παραδόξως, αυτό δεν μείωσε τη σημασία του θεάματος. Οι εξαιρετικά εκπαιδευμένοι ηθοποιοί της Κομεντί Φρανσέζ μπόρεσαν να συνεγείρουν και να γίνουν μια, φαντασιακή, γέφυρα σε αυτήν τη «βεβιασμένη» συνομιλία ανάμεσα στον αρχαίο και στον σύγχρονο κόσμο, ανάμεσα στο τραγικό και στο αναπροσαρμοσμένο είδωλό του.
Ηταν όμως μια πρόσκληση για συνομιλία πάνω σε θέματα της εποχής μας, ειλικρινής και επείγουσα.
Ο τίτλος της παράστασης θα μπορούσε να ήταν και αναφορά στην έκφραση ενός αυτιστικού παιδιού, με λέξεις που λέει και την ίδια στιγμή αναιρεί. Από τις πιο υποβλητικές στιγμές είναι όταν η Νάντια/Εκάβη απευθύνεται στο κοίλον, κοιτώντας τους θεατές στα μάτια και προφέρει, βαδίζοντας αργά στην περίμετρο της ορχήστρας: φιλί/όχι φιλί, ρύζι/όχι ρύζι, ήλιος/όχι ήλιος, αγκαλιά/όχι αγκαλιά κ.ο.κ.
Στο τέλος και η γυναίκα/μητέρα και ο ρόλος «μεταμορφώνονται» σε μια «σκύλα με πορφυρά μάτια», στον σκύλο εκδικητή, που όμως δεν ετοιμάζεται να κατασπαράξει. Το αντίθετο· η ηθοποιός (Ελσα Λεπουάβρ, οφείλουμε να την αναφέρουμε) στέκει μπροστά από το γλυπτό του μολοσσού και γαβγίζει θρηνητικά. Υπόκωφα σχεδόν. Ο λυγμός είναι της συντριβής, τόσο του ανθρώπου όσου και του ζώου. «Μερικές φορές πιστεύουμε ότι ο πόνος μας είναι πρωτόγνωρος και μοναδικός, ότι κανείς δεν έχει υποφέρει τόσο πολύ όσο εμείς στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ομως αρκεί να πάμε στο θέατρο». Η φράση του Τιάγκο Ροντρίγκες έχει ένα διαχρονικό αποτύπωμα. Αξιοποιεί το θέατρο σαν μεγεθυντικό φακό (το απέδειξε και στο «πολιτικό αναστοχαστικό πείραμα» «Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες», που είδαμε στη Στέγη)· διακινδυνεύει έτσι τη στρέβλωση αλλά μπορεί να προσφέρει και την ανακάλυψη. Καμιά φορά κινείται ταυτόχρονα στα όρια και των δύο.
Το προσωπικό δράμα της Νάντια και η ιστορία της Τρωαδίτισσας βασίλισσας δεν «κουμπώνουν». Απομένει όμως το εγχείρημα και η ανησυχία του Πορτογάλου σκηνοθέτη να προσπαθήσει να αφηγηθεί επί σκηνής απλά, χωρίς μαλάματα και αταίριαστες «διακειμενικότητες», το βίωμα, την πραγματικότητα, μιας πολύκροτης υπόθεσης (συνέβη στην Ελβετία η κακοποίηση παιδιών στο φάσμα του αυτισμού), με όχημα την ευάλωτη έννοια της δικαιοσύνης – και, κατ’ επέκταση, της δημοκρατίας. Οχι Εκάβη. Οχι Ευριπίδης. Μια πρόσκληση για συνομιλία, όμως, πάνω σε θέματα της εποχής μας, ειλικρινής και επείγουσα.