Περί αποκαταστάσεως και μεταπολιτεύσεως

Περί αποκαταστάσεως και μεταπολιτεύσεως

4' 56" χρόνος ανάγνωσης

Από τον Ιούλιο του 1974 και έπειτα ο όρος «αποκατάσταση της δημοκρατίας» κυκλοφορεί στον δημόσιο λόγο ως ένα από τα κύρια ονόματα της ριζικής πολιτειακής μεταβολής που συντελέστηκε μετά τον αποσιωπημένο εμφύλιο στην Κύπρο μεταξύ «γριβικών» και «μακαριακών», τη βαριά πλην νομοτελειακή ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο με τον τουρκικό «Αττίλα» και την πτώση της χούντας. Παρότι ο όρος αυτός προτείνεται σαν αυτονόητος και αυτοδίκαιος, δεν πρόκειται για θέσφατο ή για αναμφίλεκτο ιστορικό πόρισμα. Και τούτο επειδή την ίδια ακριβώς στιγμή δηλώνει κάτι με το οποίο θα συμφωνούσαν πολλοί, αλλά και κάτι με το οποίο θα διαφωνούσαν επίσης πολλοί. Δηλώνει δηλαδή ότι δημοκρατική υπόσταση και πνοή δεν είχε μόνο το μεταδικτατορικό καθεστώς, που η αξία του, πρωτοφανής για τα ελληνικά χρονικά, επικυρώθηκε από τον λαϊκό ενθουσιασμό της «γέννας», αλλά και το προδικτατορικό. Μόνο που εδώ σπεύδουμε να θεωρήσουμε δεδομένο το ιστορικώς αναπόδεικτο, που συγκρούεται με την εμπειρία και τη μνήμη περίπου του μισού ελληνικού πληθυσμού.

Αρκεί όμως ένα και μόνο γεγονός, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ (για πρώτη φορά στην ιστορία του) στις 23 Σεπτεμβρίου 1974, με νομοθετικό διάταγμα της υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κυβέρνησης εθνικής ενότητας, για να αμφισβητήσει τη δημοκρατικότητα του προχουντικού καθεστώτος ή, έστω, για να προσδιορίσει τα πολύ στενά όριά της; Ο αχός του εμφυλίου, βαρύς, αποπνικτικός, δεν είχε σβήσει ακόμα, η πολιτική των αποκλεισμών και των διακρίσεων θεωρούνταν η μοναδική εθνικώς ορθή, οι δε φάκελοι φρονημάτων όριζαν την κοινωνική μοίρα του καθενός πολύ περισσότερο από την αξιοσύνη του. Ταυτόχρονα, τα ανάκτορα και ο στρατός, με τις ανταγωνιστικές ή συμπληρωματικές συνωμοσίες τους, φαλκίδευαν συστηματικά τον κοινοβουλευτισμό, περιφρονούσαν τη λαϊκή βούληση –και πεντακάθαρα δεδηλωμένη αν ήταν– και μείωναν ακόμα περισσότερο μια δημοκρατία διαρκώς ετοιμόρροπη.

Δεν «αποκαταστάθηκε» λοιπόν η δημοκρατία το 1974. Οικοδομήθηκε σχεδόν από την αρχή. Ακόμα και οι «γεφυροποιοί», που αντιλαμβάνονταν ότι ο «ελληνοχριστιανισμός» των δικτατόρων δεν ήταν ουρανοκατέβατος αλλά είχε μπουσουλήσει στην αυλή των «γνήσιων Ελλήνων και νόμιμων ιδιοκτητών της χώρας» και είχε θηλάσει τα δόγματα «της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας» που από τον προπολεμικό κόσμο του Μεταξά πέρασαν σχεδόν πανομοιότυπα στον μετεμφυλιακό· ακόμα και όσοι επί ολόκληρη σκοτεινή επταετία αρκέστηκαν σε ακίνδυνες, άκαπνες και εξ αποστάσεως «συμβολικές» εκδηλώσεις εναντίωσης στους δικτάτορες· ακόμα και όσοι δεν είχαν παραλείψει να καταδικάσουν την εξέγερση της Νομικής πρώτα, του Πολυτεχνείου έπειτα, δεν μπορούσαν παρά να συναισθανθούν ότι στο πέρασμα από το δέλτα της δικτατορίας στο έψιλον της ελευθερίας, κατά τη συγκρότηση δηλαδή της νέας πολιτείας πάνω στα προχουντικά συντρίμμια, έπρεπε να συνυπολογιστούν δύο απαραγνώριστης σημασίας παράγοντες.

Στο πέρασμα από το δέλτα της δικτατορίας στο έψιλον της ελευθερίας έπρεπε να συνυπολογιστούν δύο απαραγνώριστης σημασίας παράγοντες.

Πρώτα το αίμα όσων εξοντώθηκαν με ποικίλους τρόπους από τους συνταγματάρχες και τα τσιράκια τους στην Ελλάδα και την Κύπρο. Κι έπειτα οι δίκαιες αξιώσεις και προσδοκίες των αντιστασιακών, όσων πολέμησαν τους τυραννίσκους πληρώνοντας βαρύ τίμημα. Λίγες δεκαετίες πριν είχαν ποδοπατηθεί τα όνειρα δημοκρατίας όσων μετείχαν στη μεγάλη Αντίσταση κατά της τριπλής Κατοχής, τετραπλής μάλλον, αν προσμετρηθούν σαν ξεχωριστή κατοχική δύναμη οι δωσίλογοι, από τους οποίους ελάχιστοι πλήρωσαν ελάχιστα στη μεταπολεμική περίοδο. Η επανάληψη της ίδιας τραγωδίας μετά την κατάρρευση της εθνικά εγκληματικής δικτατορίας, και με τους ίδιους πάνω-κάτω πρωταγωνιστές, θα ήταν ένας οδυνηρός πραγματωμένος εφιάλτης.

Το βάρος της ενοχής

Ευνοϊκά για τη διεύρυνση της δημοκρατίας, για κείνο το «βάθεμα και πλάτεμα» που πολλοί το λοιδόρησαν κι ακόμα το λοιδορούν, μάλλον από ταξικό εστετισμό, λειτούργησε το βάρος της βαριάς ενοχής που ένιωθε –ή μάλλον όφειλε να νιώθει– για την απριλιανή τεθωρακισμένη επιδρομή κατά της δημοκρατίας η παράταξη της Δεξιάς. Οι πραξικοπηματίες είχαν ανδρωθεί στους πολιτικούς της κόλπους, στους ίδιους κόλπους από τους οποίους απορροφήθηκαν σταδιακά τόσοι και τόσοι χουντικοί και φιλοχουντικοί μετά το 1974. Στην Ελλάδα μάλιστα συνέβη δύο φορές, τόσο μεταπολεμικά όσο και μεταχουντικά, αυτό που σε αρκετές άλλες χώρες, της Δύσης και της Ανατολής, έγινε άπαξ, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: οι φιλοτύραννοι (επιστήμονες, βασανιστές, δικαστές) απορροφήθηκαν από τα κατ’ όνομα φιλελεύθερα ή σοσιαλιστικά καθεστώτα, τους κρατικούς μηχανισμούς τους και τις μυστικές υπηρεσίες τους.

Φυσικά και υπήρξαν στελέχη της Δεξιάς με ακμαίο δημοκρατικό φρόνημα που αντιστάθηκαν λόγω και έργω στους χουνταίους και πλήρωσαν ακριβά. Γενικότερα όμως ο δεξιός κόσμος, η ανώνυμη βάση του και η μικρομεσαία και μεσαία στελέχωσή του, ένιωθαν άνετα τον καιρό της δικτατορίας. Δεν τον ξένιζαν και δεν τον ενοχλούσαν ούτε τα δόγματά της οι μέθοδοί της. Ανάμεσά τους, κάπου εκεί όπου συντελείται (παλαιόθεν και παντού) η αλληλοπεριχώρηση Δεξιάς και Ακροδεξιάς, εντοπίζονται τώρα όσοι σε έρευνες της κοινής γνώμης δηλώνουν ότι αναπολούν τον Γεώργιο Παπαδόπουλο· όσοι πολιτεύτηκαν μετά το 1974 με υπερεθνικιστικά φιλοχουντικά σχήματα και με τον φοίνικα τατουάζ στα φύλλα της καρδιάς τους· όσοι πολέμησαν τη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου κι ακόμα την πολεμούν, ενίοτε μάλιστα και από τους υπουργικούς θώκους που τους παραχώρησε η πάντα μεγαλόκαρδη δημοκρατία· όσοι διαδίδουν ότι «η χούντα έκανε και καλά», καθώς και οι θιασώτες του δόγματος «ένας λοχίας μάς χρειάζεται». Και βέβαια όσοι αποφαίνονται πως η μεταπολίτευση είναι πια βαρίδι για την προκοπή του τόπου.

Τι εννοούν οι «ποιητές» που, αν δεν μηδενίζουν το γραπτό της μεταπολίτευσης, σπεύδουν να του βάλουν χαμηλό βαθμό; Πολύ απλά, λένε το δικό τους «φτάνει πια», αντιτάσσοντάς το στο λαϊκό «φτάνει πια» που έχει ακουστεί κατά καιρούς στις πέντε δεκαετίες της δημοκρατικής μεταπολίτευσης, επίμονο, μαζικό, πεισματάρικο. Αν το λαϊκό «φτάνει πια» θεμελιώνεται στην εύλογη και δίκαιη πεποίθηση ότι η δημοκρατία δεν είναι ποτέ πολλή, ότι δεν φτάνει ποτέ στα όριά της, γιατί οφείλει διαρκώς να τα υπερβαίνει, επινοώντας και εισάγοντας νέα δικαιώματα, το «φτάνει πια» όσων βρίσκουν κυρίως ή αποκλειστικώς ψεγάδια στη μεταπολίτευση θεμελιώνεται στην πίστη ότι «παράγινε πια το κακό με τις ελευθερίες και τα δικαιώματα». Δεν πρόκειται άλλωστε, στο μυαλό τους, για δικαιώματα αλλά για «δικαιωματισμό», για ασυδοσία και όχι για ελευθερία. Εξ ου και η προτίμησή τους στη μιντιακώς χειραγωγημένη δημοκρατία, στη φαλκίδευση δικαιωμάτων, στη συρρίκνωση ελευθεριών. Η δημοκρατία μας μπήκε στην έκτη δεκαετία της αποδεχόμενη ως νόμιμη και εθνοπρεπή την παρακολούθηση πολιτικών, στρατιωτικών, δημοσιογράφων. Γι’ αυτό και, παρά τον θλιβερό αυτοϋμνητικό κυβερνητικό στόμφο τα γενέθλιά της είναι μελαγχολικά.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT