Ω ς κατ’ εξοχήν πολιτική τέχνη, το θέατρο συνιστούσε ανέκαθεν καλό αγωγό υπόμνησης και επικαιροποίησης των διαχρονικών αιτουμένων της ευνομούμενης πολιτείας. Η διεκδίκηση ενός δικαιότερου κόσμου αποτελεί άλλωστε σταθερό σημείο αναφοράς για την τέχνη, ενώ η προσήλωση του θεατρικού δρώμενου ειδικότερα στη δικαιοσύνη επανέρχεται ως αναγνωρίσιμο μοτίβο ήδη από την αρχετυπική δραματουργία των κορυφαίων Ελλήνων τραγικών.
Με αφορμή την ευριπίδεια Εκάβη, ο Τιάγκο Ροντρίγκες, ανήσυχος Πορτογάλος σκηνοθέτης, με οικουμενική ματιά, υπέγραψε το κείμενο της παράστασης «Εκάβη, όχι Εκάβη», την οποία και σκηνοθέτησε, όπως παρουσιάστηκε από την Comédie Française, πριν από μερικές εβδομάδες, στο προνομιακό θεατρικό τοπίο της Αρχαίας Επιδαύρου. Ο,τι κατέθεσε ως αισθητική άποψη και πολιτική αντίληψη ο Ροντρίγκες διά της δικής του Εκάβης επιβεβαιώνει πρωτίστως τον άχρονο χαρακτήρα της υψηλής τέχνης και τον αειθαλή λόγο των κλασικών τραγωδών.
Η ηρωίδα του Ροντρίγκες, μια σύγχρονη ηθοποιός, ενώ προετοιμάζει με τη θεατρική ομάδα όπου μετέχει την τραγωδία του Ευριπίδη, υποδυόμενη την Εκάβη, μαθαίνει για την κακοποίηση του αυτιστικού γιου της από το προσωπικό του δημόσιου ιδρύματος όπου φιλοξενείται. Οι αναφορές του Ροντρίγκες παραπέμπουν σε πρόσφατη υπόθεση σχετική με τις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας ελβετικής κοινωνικής δομής προορισμένης να μεριμνά για την ασφαλή διαμονή, κοινωνικοποίηση και εκπαίδευση παιδιών διαγνωσμένων εντός του αυτιστικού φάσματος.
Η Εκάβη της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, ηττημένη βασίλισσα μιας ανηλεούς πολεμικής διαπάλης, σύζυγος του Πριάμου και υπερπολύτεκνη μητέρα, έχοντας θρηνήσει πολλά –ή όλα πλην ενός, κατά τον μύθο– παιδιά της στη διάρκεια του μακροχρόνιου παραλογισμού, εμπιστεύεται τον μικρότερο γιο της, Πολύδωρα, στον Πολυμήστορα, βασιλιά της Θράκης. Μόνο της μέλημα, να τον κρατήσει μακριά από τον κίνδυνο της ολετήριας σύρραξης. Αδίστακτος ο Πολυμήστωρ προκειμένου να καρπωθεί, χωρίς τον κίνδυνο λογοδοσίας, τον θησαυρό που του είχε παραδώσει το βασιλικό ζεύγος ως αντάλλαγμα για τις προσδοκώμενες υπηρεσίες του, δολοφόνησε εκείνον που του είχαν εμπιστευθεί.
Η προδοσία της εμπιστοσύνης, και μάλιστα όταν η δέσμευση αφορά τους πλέον ευάλωτους, όπως είναι τα παιδιά, είναι αρχαία ιστορία, διαχρονικό, ανήκεστο τραύμα που δεν ανατρέπει μόνο τους ανθρώπινους νόμους. Καταλύει κατά κυριολεξία την ηθική τάξη, τα πολιτιστικά minima και ό,τι συλλήβδην συγκροτεί «την ανθρώπων πολιτεία». Αυτή ακριβώς η συνάφεια συνδέει την αμετάκλητη επιλογή του πανίσχυρου βασιλιά εις βάρος του ανυπεράσπιστου παιδιού, με τους επίορκους λειτουργούς που εμψυχώνουν τους ελλειμματικούς θεσμούς της ελβετικής δημόσιας διοίκησης. Αφηγούμενος ο Ροντρίγκες την ιστορία του –«θέατρο εν θεάτρω»– καταργεί τη χρονικότητα του κειμένου και επιβεβαιώνει την οικουμενικότητα της τέχνης που κατορθώνει μέσω της μεμονωμένης συγκυρίας να αναχθεί στο διηνεκές των πανανθρώπινων.
Οι δημόσιες πολιτικές που οδηγούν στην αποδυνάμωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και στην απίσχνανση του κράτους πρόνοιας βρίσκονται στην αφετηρία της έκπτωσης.
Ο Ευριπίδης, ο Ροντρίγκες και πολλοί ακόμα πριν και μετά από αυτούς διεκδικούν και θα συνεχίσουν να διεκδικούν δικαιοσύνη. Η εξουσία, όσο ισχυρή κι αν είναι, δεν υπέρκειται του δικαίου, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα ανθρωπιστικά κεκτημένα και, εδώ και αρκετούς αιώνες πλέον, από τους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας. Ο εμβριθής σκηνοθέτης διαβλέπει στα όρια που θέτει ο Ευριπίδης ως προς τα δικαιώματα των ηττημένων ενός πολέμου, ένα προείκασμα της Σύμβασης της Γενεύης. Η ευθύνη για την κακοποιητική συμπεριφορά εις βάρος των αυτιστικών παιδιών δεν βαρύνει απλώς τους ευάριθμους φροντιστές της συγκεκριμένης δομής. Στην «Εκάβη, όχι Εκάβη» γίνεται σαφές: οι δημόσιες πολιτικές που οδηγούν στην αποδυνάμωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και στην απίσχνανση του κράτους πρόνοιας βρίσκονται στην αφετηρία της έκπτωσης. Κρίσιμη είναι πρωτίστως η πολιτική ευθύνη εκείνων που οφείλουν να εποπτεύουν την αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, έπεται η συνυπευθυνότητα των δημόσιων λειτουργών ως φυσικών αυτουργών, όσο κι αν συχνά οι τελευταίοι υπερπροβάλλονται ως εξιλαστήρια θύματα μιας δυστοπίας που τους υπερβαίνει.
Η Εκάβη του Ευριπίδη και η Εκάβη του Ροντρίγκες θα έχουν πάντα πολλά να πουν στους γονείς των κακοποιημένων παιδιών εντός και εκτός ιδρυματικών δομών· σ’ εκείνους, δηλαδή, τους γονείς που οι επίορκοι φροντιστές και οι κατώτεροι των περιστάσεων υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι επέτειναν την αδιέξοδη μοναξιά στην οποία βρέθηκαν, όταν απλώς χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τη διαφορετικότητα των παιδιών τους. Στη Μαρία Καρυστιανού και σε όλους τους γονείς που θρηνούν την απώλεια των παιδιών τους, επειδή ολιγώρησαν όσοι είχαν ταχθεί στη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος, η Εκάβη θα μιλάει επίσης, πάντα με αναγνωρίσιμη φωνή. Για τα άταφα παιδιά της Πύλου, της Γάζας και όπου γης ευάλωτοι, η συνηγορία του Ευριπίδη και του Ροντρίγκες δεν θα σταματήσει ποτέ να υπονομεύει τη βολική λήθη.
Οι υπόλοιποι οφείλουμε να ενώσουμε τη φωνή μας με τον τρόπο και το ήθος που δίδαξε η «Εκάβη, όχι Εκάβη». Η απονομή δικαιοσύνης υπήρξε ανέκαθεν ο ευγενέστερος στόχος της πολιτικής, ο μόνος τρόπος ανάκτησης της εμπιστοσύνης στη σοφία των κοινοτικών θεσμών και στην αξία του συνανήκειν ως αδιάλειπτη προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής. Για τον μετασχηματισμό, ωστόσο, της δικαιοσύνης από αφηρημένη ιδέα σε πράξη, από απροσδιόριστη ευκτική σε εμφατική οριστική χρόνου ενεστώτα, απαιτείται η εύψυχη συστράτευση όλων, με την ευθύνη να αφορά κυρίως όσους έχουμε τιμηθεί με την άσκηση αρμοδιότητας στο όνομα του λαού από τον οποίο προερχόμαστε.
*Η δρ Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, τ. μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.