Καλοκαίρι του ερημίτη ή των ηδονών;

Τρία αναγνώσματα σε διαφορετικά τοπία

6' 48" χρόνος ανάγνωσης

Τίποτα δεν συγκρίνεται με την ανάγνωση της A. S. Byatt πλάι σε μια λιμνούλα με το γρασίδι να μυρίζει και τους λουόμενους να πλέουν μέσα στην προσυμφωνημένη σιωπή. Ή κάποια θάλασσα προσβάσιμη απ’ το εξοχικό φίλου. Ή Byatt στο πάρκο με ένα τείχος από φυλλώδεις, υγρές σκιές τριγύρω. Ή Byatt και κλιματιστικό στην άδεια πόλη. Μπορώ να φανταστώ χιλιάδες τρόπους να περάσει κανείς μερικές μέρες του Αυγούστου, αλλά λίγοι μπορούν όντως να συναγωνιστούν την προνομιακή πρόσβαση στον υπερεγκέφαλο της A.S. Byatt και την άνευ όρων παράδοση στο ερωτικό κάλεσμα που απευθύνει στους αναγνώστες της. Η Παρθένος στον Κήπο είναι ένα απολύτως σέξι, κουλ βιβλίο με έρωτες, ίντριγκες και θεατρικά, Σαίξπηρ και θεό (για κάποιους το ίδιο πράγμα), αισθητική σαγήνη, αλκοόλ και επαρχιώτικη ματαιοδοξία.

Η συγκεκριμένη καταβύθιση χρειάζεται λίγη θέληση κι ελάχιστη υπομονή-κυρίως για να κουβαλάς αυτό το τούβλο πέρα δώθε μέσα σε μία τσάντα με νερό, κολατσιό, αντηλιακό, ρούχα και ταξιδιωτικά έγγραφα. Επίσης, θέλει λίγη υπομονή ώσπου να εξοικειωθείς με τη Φρεντερίκα και τη Στέφανι, τον Αλεξάντερ και τον καταπιεστικό πάτερ φαμίλια Μπιλ (είναι σαν να τους έχει ανακαλύψει αυτούς τους ανθρώπους, όχι σαν να τους έχει πλάσει). Θέλει λίγη υπομονή. Όμως όχι τόση όση θα φανταζόταν κανείς προσεγγίζοντας το βιβλίο τρομαγμένος λόγω μεγέθους (σελ. 640) ή λόγω των διαπιστευτηρίων της συγγραφέως του. Το μέγεθος δεν είναι πρόβλημα εδώ, αλλά αρετή, ξεδίπλωμα ενός ολόκληρου κόσμου. Δεν είναι καμία στρυφνή, τα κλειδιά της βρίσκονται όλα εκεί, απλωμένα από τις πρώτες σελίδες: είναι μία συγγραφέας που θέλει να προσφέρει ηδονή. Επίσης, περιγράφει τέλεια το χάλια σεξ. Επίσης, είναι τόσο πανέξυπνη και ενθουσιώδης με τα έργα της τέχνης και του πολιτισμού που καταντά μεταδοτικό. Τέλος, δεν απολογείται για το μυαλό της: γράφει γελαστή.

Τυλίγει το υψηλό μέσα στην τεχνική του αμιγώς ερωτικού campus novel, μπλέκει τις σκέψεις για τον Ρακίνα και τον Σαίξπηρ (πεδία λαμπρά, για να ειρωνευτεί στο χαλαρό τους χαρακτήρες της) με τα ερωτικά πάθη. Πλάι στις αισθητικές ηδονές και τις μικροπρέπειες των χαρακτήρων της δομεί το έργο που θα μιλήσει για μία ολόκληρη εποχή (και για ένα πλήθος σεξουαλικοτήτων, πίστεων, αισθητικών απολαύσεων και ερωτικών περιπετειών), χωρίς ποτέ να χάνει τη χάρη και το χιούμορ της. Οι λέξεις πάλλονται σαν ζελεδάκια στα χέρια της, μπορεί να φτιάξει ό,τι επιθυμεί.

Το ‘χω ξαναγράψει: το βιβλίο της παραλίας οφείλει να είναι χοντρό. Η Παρθένος στον Κήπο είναι ένα καλοκαιρινό ανάγνωσμα, γιατί είναι πολυσέλιδο και σέξι, φλερτάρει με το υψηλό χωρίς ποτέ να απο-υλοποιείται, κάθε σελίδα παραμένει κρεατένια και χωμάτινη. Νομίζω ο ιδανικός τόπος ανάγνωσής της είναι κάποιο απάνεμο αρμυρίκι με το κινητό θαμμένο βαθιά κάτω από την άμμο. Εναλλακτικά μία αυλή με πηχτή σκιά, τεμπέλικους σκύλους και θάμνους. Εμένα με συνόδεψε στη διαδρομή με το τρένο από το Βερολίνο στο Αμβούργο χαρίζοντας μου το αναγκαίο καταφύγιο από την πολυκοσμία των ταξιδευτών του Αυγούστου: στο κεφάλι μου βρισκόμουν και στα πράσινα δροσερά τοπία της Γερμανίας και στη μουσκεμένη διαδρομή με το λεωφορείο-κάπου στη μέση του βιβλίου- που καταλήγει στο άβολο ξεπαρθένεμα της Φρεντερίκα από ένα πλανόδιο πωλητή με ειδίκευση στις κούκλες. Η Φρεντερίκα-ως γνήσια ηρωίδα της Byatt- κάνει σεξ με τη σκέψη πως έτσι θα αντλήσει γνώση, ενώ, αργότερα, προτού την πασπατέψει ένας γέρος με εξουσία κάθεται στο «άσεμνα αναπαυτικό κάθισμα» του αυτοκινήτου του.

Η Byatt είναι τόσο παιχνιδιάρα και ταυτόχρονα τόσο Όξμπριτζ που βάζει τους χαρακτήρες της πρώτα να περιορίζονται λόγω θρησκείας, ηλικίας, μόρφωσης ή γάμου κι ύστερα να αμαρταίνουν, ακόμη κι όταν δεν πιστεύουν στην αμαρτία. Κανείς δεν είναι ακόλαστος ή πραγματικά σιχαμερός, παρόλο που ορισμένοι άντρες καλύπτονται από στρώματα λίπους ή ματαιοδοξίας. Υπάρχει η αίσθηση της περιπλάνησης σ’ έναν τεράστιο πίνακα με αναγεννησιακές γυναικείες λεκάνες και φρούτα-σύμβολα της αφθονίας και του ερωτισμού, μία αποκάλυψη της ομορφιάς ικανή να προκαλέσει θρησκευτική έκσταση, ενώ το έργο δεν προορίζεται να κοσμήσει καμία εκκλησία-με το ίδιο υλικό άλλος θα ‘φτιαχνε εφηβικό θερινό μελόδραμα, η Byatt είναι η Byatt. Τέτοια θαύματα, τέλος πάντων, διάβαζα στο τρένο.

Όμως, οκέι, αρκετά με την Byatt. Ποιος δεν ορέγεται ένα καλοκαίρι εσωτερικών αποκαλύψεων; Ποιος δεν έχει καθίσει με τις ώρες διαλογιζόμενος πάνω στον βράχο πιστεύοντας πως θα του φανερωθούν τα ύψη της ψυχής του, για να καταλήξει απλώς να βγάζει φωτογραφίες με το κινητό ή να σκέφτεται τι θα φάει; Σε νησιά δέκα ώρες απ’ τον πολιτισμό και σε διαμερίσματα με κλειστά παντζούρια και κλειστές συσκευές, ψάχνουμε τη φιλοσοφική λίθο που πιστεύουμε πως θα μάς αποκαλυφθεί στη μοναξιά μας. Εδώ μπαίνει ο Ρουσσώ. Όπως και τ’ άλλα βιβλία της συγκεκριμένης (εξαίρετης) σειράς των εκδόσεων Δώμα, έτσι και οι Ρεμβασμοί του Μοναχικού Περιπατητή του Ζαν Ζακ Ρουσσώ είναι ένα φιλοσοφικό ράπισμα στο πρόσωπο όσων διαλέξουν το συγκεκριμένο βιβλίο για παρέα στη σκηνή ή το σπίτι.

Ευρισκόμενος σε κάποιο νησί, εγωκεντρικός, πληγωμένος και εγωμανής, ο Ρουσσώ παθαίνει κάτι μεταξύ παράκρουσης, μισανθρωπίλας και φιλοσοφικής αναλαμπής μετά από ώριμη σκέψη. Κάνοντας κάτι σαν διαλογισμό πλάι στα νερά της λιμνούλας, αβάσταχτα πληγωμένος απ΄τους εχθρούς του και την ανθρωπότητα συνολικά, αποφασίζει να βγάλει συμπεράσματα χρήσιμα για τη ζωή-άρα δεν θα διαβάσετε κάποια πραγματεία περί ηθικής πειστική και παντελώς άχρηστη.

Αν, λοιπόν, βλέπεις το καλοκαίρι σαν μια ευκαιρία να αποτραβηχτείς από τα εγκόσμια ή σαν καιρό γαλήνιου αναστοχασμού, μπορεί αυτό το βιβλίο με τους περιπάτους του μεγάλου μυαλού (που παράτησε τα παιδιά του στο εκθετοτροφείο, λιθοβολήθηκε από τον όχλο, κατάφερε να μαλώσει με τον Ντέιβιντ Χιουμ, να πληγωθεί σχεδόν από το σύνολο της ανθρωπότητας και τελικά να αναγνωριστεί ως μέγιστος φιλόσοφος και τεράστια επιρροή) να είναι ταιριαστή παρέα για τα πρωινά στη σκηνή, το μπαλκόνι ή την αποτοξίνωση από τους ανθρώπους στην υλική και ψηφιακή τους μορφή. «Για τους ανθρώπους της μοναχικής περισυλλογής που τις ώρες της ξενοιασιάς τους τούς αρέσει να μεθούν με τις ομορφιές της φύσης και να συγκεντρώνονται στον εαυτό τους, σε μια σιωπή που δεν την διαταράσσει κανένας θόρυβος πέρα απ’ τις κραυγές των αετών, το τιτίβισμα μερικών πουλιών και το κελάρυσμα των χειμάρρων που κατεβαίνουν από το βουνό». Η ενημερωμένη μισανθρωπίλα είναι μια μορφή εξυπνάδας.

Η πολλή μοναξιά, όμως, φέρνει τρέλα. Οπότε: ως τρίτο αναγνωστικό συμπλήρωμα διαλέγω το Θαλασσα, θάλασσα της Μέρντοχ. Αν ο Ρουσσώ είναι ένας ειλικρινής γίγαντας του πνεύματος που περπατάει αποτραβηγμένος απ’ τ’ ανθρώπινα, γιατί πληγώθηκε και αποζητά τη χρήσιμη γνώση, ο χαρακτήρας της Μέρντοχ στο κλασικό Θάλασσα, θάλασσα είναι ένας επικίνδυνος νάρκισσος που αποτραβιέται, επειδή αποφασίζει να παρατήσει το θέατρο (όπου εργάστηκε ως εγωπαθής και υπερφίαλος σκηνοθέτης) και τη φανταχτερή ζωή του Λονδίνου προκειμένου να ασχοληθεί με τον εαυτό του και να γράψει τα απομνημονεύματά του. Κάτι σαν τους περιπάτους του Ρουσσώ, δηλαδή, αλλά όπως θα ήταν αν τους έκανες κωμωδία και μετά θρίλερ. Σ’ ένα τοπίο με βράχους και τέρατα, ο χαρακτήρας της Μέρντοχ, ικανός να διαλύσει τη ζωή κάθε γυναίκας που συναντάει στο πέρασμά του, ρεμβάζει και σταδιακά ζουρλαίνεται.

Και αν στους ρεμβασμούς του Ρουσσώ ταιριάζει για υπόκρουση ο Haydn, τα lofi chill beats ή οτιδήποτε μπαρόκ, στις 920 σελίδες που χρειάζεται η Μέρντοχ, για να ξεδιπλώσει τον κεντρικό χαρακτήρα της σε όλη την εγωπαθή του γελοιότητα ταιριάζει το ηχοτοπίο των κυμάτων και του αέρα. Αυτή η βουή και η απειλή της θάλασσας επικρατεί στο σύνολο του βιβλίου, όπου τους ρηχούς και ματαιόδοξους στοχασμούς του θεατρανθρώπου διακόπτουν ευτράπελα και τραγικά περιστατικά με εύθρυπτες θεατρίνες, έναν λοξό ξάδελφο στρατιωτικό και βουδιστή, έναν κουήρ λακέ, μετέπειτα διάσημο ηθοποιό και μία γερασμένη χωριάτισσα με τον ασχημάντρα της. Τέρατα που έρχονται να κατασπαράξουν τον φρικώδη γέρο σκηνοθέτη που τάχα αποτραβήχτηκε για ν’ αγιάσει. Ξεκινάει σαν βουδιστικό παραμύθι, τελειώνει σαν θρίλερ. Η Μέρντοχ λατρεύει την ειρωνεία.

Αυτά είναι κάποια βιβλία που διάβασα φέτος το καλοκαίρι στα εξής μέρη: 1) στο δωμάτιο μου στην Καλλιθέα με καύσωνα 2) στο αεροδρόμιο και το αεροπλάνο (μεταξύ ύπνου και ξύπνου έπιανα σήμα με μοναχικό περιπατητή) 3) σε διάφορα δημόσια πάρκα και μέσα μαζικής μεταφοράς του Βερολίνου. Το ένα απ’ αυτά (την Παρθένο) το διάβαζα δεύτερη φορά. Το άλλο (τους Ρεμβασμούς) δεν το ήξερα και μάλλον δεν θα το αγόραζα, αν δεν εμπιστευόμουν απολύτως τον μεταφραστή του και τη συγκεκριμένη σειρά. Ιδέα δεν είχα περί Ρουσσώ, οπότε με βοήθησε πολύ η απλή, αλλά εξαιρετικά ενημερωτική εισαγωγή κι η όλη πλαισίωση. Το τρίτο το ‘χω προτείνει σε άτομα που θέλουν να μού το φέρουν στο κεφάλι και σ’ άλλα που έκτοτε με κοιτούν με το χαμόγελο του μυημένου μετά την τελετή.

Με την Byatt έχω μόνιμη σχέση, ακόμη την ανακαλύπτω, κουβαλάω στο κεφάλι μου τα δωμάτια και τους χαρακτήρες της σαν να ‘ναι πλάσματα αληθινά και μ’ αρέσει. Με τον Ρουσσώ νιώθω πως ήταν ένα απολαυστικό one-night stand (δεν πολυδιαβάζω φιλοσοφία, όπως όλοι), με την Μέρντοχ σχεδόν σίγουρα έχουμε μέλλον, η πρώτη επαφή ήταν πολύ ικανοποιητική. Και τα τρία βιβλία σε κάνουν να ψάχνεις άλλα βιβλία ή τουλάχιστον να δείχνεις σαν σκηνή από ταινία του Ρομέρ στο ελεύθερο κάμπινγκ ή στο κουλ καφέ στην κουλ γειτονιά της κουλ πόλης. Ξέρω ότι οι παραπάνω συνδέσεις είναι εντελώς αυθαίρετες και χωρίς καμία φιλολογική αξία, όμως τι πειράζει; Η κόλλα που συγκρατεί όλα τα παραπάνω είναι η χαρά της ανάγνωσης κι η χαρά της ζωής, το μόνο σημαντικό.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT