«Το παραπέτασμα επεξετάθη»*

2' 21" χρόνος ανάγνωσης

«Αιφνιδιαστικώς το κομμουνιστικόν καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας επεξέτεινε χθες Κυριακήν εις το μέσον της πόλεως του Βερολίνου το “σιδηρούν παραπέτασμα” και εδημιούργησεν εις αυτό σύνορα κράτους με όλα τα συμπαρομαρτούντα στρατιωτικά και αστυνομικά μέτρα ασφαλείας. Τα μέτρα αυτά, εν τούτοις, αφορούν μόνον τους πολίτας της Ανατ. Γερμανίας τους μεταβαίνοντας προς το Δ. Βερολίνο ή την Δ. Γερμανίαν, ενώ αι επικοινωνίαι του Δ. Βερολίνου με την Δ. Γερμανίαν και την Δύσιν ουδαμώς θίγονται». Αυτά έγραψε η «Καθημερινή» την Τρίτη 15 Αυγούστου 1961. Ηταν μια μονομερής, αλλά αναγκαία ενέργεια των Σοβιετικών, αν ήθελαν να εξακολουθήσει να υπάρχει η Αν. Γερμανία, παρότι το «τείχος του αίσχους» συμβόλιζε την ήττα των ιδεών του σοσιαλισμού, καθώς αναγνώριζε ότι οι Ανατολικογερμανοί, στην πλειονότητά τους, προτιμούσαν να ζήσουν στο καπιταλιστικό καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου. Εκ των υστέρων, η κομμουνιστική αγκιτάτσια υποστήριξε πως το τείχος υψώθηκε για να μη μολυνθεί το σοσιαλιστικό καθεστώς της Αν. Γερμανίας από το μικρόβιο του καπιταλισμού (αντιιμπεριαλιστικό τείχος), μια δικαιολογία που επαναλαμβάνεται μέχρι τις ημέρες μας από τους εναπομείναντες θαυμαστές του «υπαρκτού σοσιαλισμού» – λες και υπάρχει κάπου και ανύπαρκτος σοσιαλισμός.

Δεν γνωρίζω αν αυτό το επιχείρημα βελτιώνει τη θέση όσων το διακινούν και το υποστηρίζουν ή αν την κάνει χειρότερη. Μάλλον συμβαίνει το δεύτερο, καθώς ο σώφρων πολίτης διερωτάται και σήμερα ακόμη, 35 χρόνια από την πτώση του «τείχους του αίσχους», γιατί οι Δυτικογερμανοί δεν ύψωσαν πρώτοι το τείχος, φοβούμενοι αυτοί μήπως μολυνθούν από τον ιό του σοσιαλισμού. Για ποιο λόγο είχαν τέτοια αυτοπεποίθηση στα πιστεύω τους; Διότι σε καθημερινή βάση έβλεπαν το επίπεδο ζωής των Ανατολικογερμανών συμπατριωτών τους, το οποίο ήταν εμφανώς κατώτερο από το δικό τους. Τι να φοβηθούν λοιπόν;

«Η Σοβιετική Ενωσις παραβλέπει εντελώς το βαθύτατα ριζωμένον αίσθημα που προκαλείται εις κάθε με πατριωτικόν πνεύμα προικισμένον λαόν, όταν βλέπει ότι 17.000.000 ανθρώπων της ιδίας φυλής και του ιδίου αίματος κρατούνται υπόδουλοι από μιαν ξένην Δύναμιν». Αυτό το σχόλιο έκανε σε ένα μακροσκελές άρθρο του ο Ντέιβιντ Λόρενς, που δημοσίευσε η «Καθημερινή» στις 16 Αυγούστου 1961. Το εν λόγω άρθρο σχολίαζε τη σοβιετική διακοίνωση για την ανέγερση του τείχους η οποία υποστήριζε, μεταξύ άλλων, ότι: «Τας δύο Γερμανίας τας χωρίζουν βαθείαι διαφοραί εις τον τρόπον της ζωής των λαών των, δηλαδή με άλλας λέξεις, κοινωνικαί διαφοραί».

Ηταν μια μονομερής, αλλά αναγκαία ενέργεια των Σοβιετικών, αν ήθελαν να εξακολουθήσει να υπάρχει η Αν. Γερμανία, παρότι το «τείχος του αίσχους» συμβόλιζε την ήττα των ιδεών του σοσιαλισμού.

Η Ιστορία πάντα, κάποια στιγμή στον χρόνο, αποφαίνεται. Και στην προκειμένη περίπτωση απεφάνθη στις 9 Νοεμβρίου 1989, είκοσι οκτώ χρόνια μετά την ανέγερση του «τείχους του αίσχους», όταν μια διαδικαστικού χαρακτήρα ανακοίνωση του Γκίντερ Σαμπόφσκι, μέλους του Π.Γ. του Κ.Κ., στάθηκε η αφορμή εκατοντάδες χιλιάδες Ανατολικογερμανοί, εν μια νυκτί, να θέλουν να μεταβούν στο Δυτικό Βερολίνο. Η εκδίκηση της Ιστορίας είναι ότι αντίστροφη διαδρομή εκείνο το βράδυ δεν καταγράφηκε.

* Ντοκουμέντα της «Κ», «Το παραπέτασμα επεξετάθη».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT