Μια νέα εποχή για τα ελληνοτουρκικά;

4' 39" χρόνος ανάγνωσης

Πάνε τώρα περίπου δύο χρόνια που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας: ούτε υπερπτήσεις στο Αιγαίο και, κατά μείζονα λόγο, ούτε πτήσεις πάνω από το ελληνικό έδαφος. Βέβαια η Τουρκία εξακολουθεί να παραβιάζει τη Διακήρυξη των Αθηνών, με μικρές, καμιά φορά ανεπαίσθητες, ενέργειες όπως το επεισόδιο στην Κάσο, για το οποίο κατηγορήθηκε από πολλές πλευρές η ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο υπουργός των Εξωτερικών, για μειοδοσία. Το γεγονός ότι η ιταλική εταιρεία, η οποία είχε στην ιδιοκτησία της το ερευνητικό σκάφος, δήλωσε πως οι έρευνες που διεξήγαγε το σκάφος ολοκληρώθηκαν, έρχεται να επιβεβαιώσει την ανάλογη δήλωση του υπουργού, κ. Γεραπετρίτη, ότι πράγματι έτσι έχει η κατάσταση. Και ότι όλες οι συνωμοτικές κατηγορίες δεν ευσταθούν. Παράλληλα, για να μείνουμε μόνο στα πρόσφατα, η απαγόρευση να λειτουργήσει τον Δεκαπενταύγουστο η Παναγία Σουμελά, αποτελεί μια δυσεξήγητη απόφαση, που σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια καταδεικνύει μια στροφή της τουρκικής πολιτικής επί τα χείρω, που αν δεν οφείλεται στη δυσφορία που προκάλεσε το επεισόδιο ανοιχτά της Κάσου, κανείς άλλος λόγος δεν μπορεί να υπάρχει. Και, βέβαια, η τουρκική δυσφορία είναι αναιτιολόγητη, καθώς το τουρκολιβυκό μνημόνιο δεν αναγνωρίζεται από την Ελλάδα, αλλά κι αν αναγνωριζόταν, θαλάσσιες έρευνες για την πόντιση καλωδίων και αγωγών είναι ελεύθερες, καθώς, σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, που έχει αποκτήσει εθιμικό χαρακτήρα στις ουσιαστικές της διατάξεις, η πόντιση υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών αποτελεί ελευθερία των θαλασσών, μη υπαγόμενη στον έλεγχο και τη δικαιοδοσία του κράτους της υφαλοκρηπίδας.

Αυτή η δυσφορία της Τουρκίας φανερώνει όλες τις δυσκολίες συνεννόησης μαζί της. Η γειτονική μας χώρα δεν δείχνει έτοιμη να κάνει το μεγάλο βήμα για την επίλυση των προβλημάτων και θεωρεί ότι όποια νόμιμη ενέργεια της Ελλάδας στο Αιγαίο πρέπει να περνάει από την έγκρισή της ή τουλάχιστον να κοινοποιείται σε αυτήν προτού πραγματοποιηθεί. Το ίδιο συνέβη και με το θαλάσσιο πάρκο που σχεδίασε η Ελλάδα και που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην άλλη πλευρά της θάλασσας που βρέχει τα παράλιά μας.

Ετσι οι πολιτικές συζητήσεις καρκινοβατούν, ενώ θα έπρεπε να τρέχουν για την επίλυση των προβλημάτων, και αναλίσκονται σε αντιμετώπιση των τρεχόντων ζητημάτων που συχνά προκαλούνται από την Τουρκία. Τα κύρια προβλήματα γύρω από τις θαλάσσιες ζώνες (δηλ. υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) δείχνει να αγνοούνται, ενώ αποτελούν την αιχμή του δόρατος, όπως κατέδειξε και το τελευταίο επεισόδιο στην Κάσο. Βέβαια, για θέματα που χρονολογούνται πενήντα χρόνια τώρα και που οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να βρουν λύσεις, περιμένουμε από τη μια στιγμή στην άλλη να δοθεί λύση;

Δεν εννοούμε αυτό. Απλά πιστεύαμε ότι ο πολιτικός διάλογος θα μπορούσε να ήταν κάτι ανάλογο των διερευνητικών του παρελθόντος, οι οποίες έφτασαν σε κάποιο σημείο, γύρω στο 2004, να έχουν επιτύχει τη συναίνεση των δυο πλευρών για το μείζον θέμα των ορίων της αιγιαλίτιδας, που αποτελεί πρόκριμα για την επίλυση της υφαλοκρηπίδας, εφόσον τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας αποτελούν τα εσωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας. Αλλες εποχές, άλλες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία τότε ακόμη πίστευε στην πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και βρισκόταν κάτω από την επιρροή της απόφασης του Ελσίνκι. Σήμερα δεν μπορεί να περιμένει παρά μια διεύρυνση των όρων της Τελωνειακής Ενωσης, που θα της αποφέρει ένα οικονομικό όφελος κι έναν πιθανό απεγκλωβισμό των κεφαλαίων που παραμένουν ερμητικά κλειστά για χρόνια. Αλλά σε αυτό το σημείο το ελληνικό βέτο είναι ένας από τους αποτρεπτικούς παράγοντες, καθώς υπάρχουν κι άλλοι, όπως τα δικαιώματα του ανθρώπου και το κράτος δικαίου, που πάσχουν στην Τουρκία, κι αν δεν αποκατασταθούν η Τουρκία δεν μπορεί να περιμένει βελτίωση των σχέσεων με την Ευρώπη.

Η ευφορία του πρόσφατου παρελθόντος τείνει να εξανεμισθεί, αλλά τουλάχιστον έχουμε την ικανοποίηση ότι η Τουρκία, παρά την εμμονή στις διεκδικήσεις της, τηρεί τους βασικούς όρους της Διακήρυξης των Αθηνών.

Αλλά και αν οι πολιτικές συζητήσεις ξεπεράσουν τους σημερινούς σκοπέλους κι επιλύσουν την πλειάδα των προκριματικών ζητημάτων που έχει συσσωρεύσει η Τουρκία στην πάροδο των πενήντα ετών, το τέλος της ελληνοτουρκικής περιπέτειας δεν είναι ευκρινές. Γιατί τότε θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις ουσίας, που κι αυτές περικλείουν αδιέξοδα. Είναι τόσο αντίθετες οι διαπραγματευτικές θέσεις των δυο μερών, ώστε η κατάληξή τους να μην είναι ορατή. Θα πρότεινα την ταχεία μετάβαση από διαπραγματεύσεις επί της ουσίας σε διαπραγματεύσεις για τη σύνταξη συνυποσχετικού για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, καθώς είναι το μοναδικό δικαστήριο που έχει την τεράστια εμπειρία να επιλύει προβλήματα θαλασσίων ζωνών. Εξάλλου, το άλλο Δικαστήριο, το Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας, δεν μπορεί να επιδικάσει την υπόθεση, αφού η Τουρκία δεν είναι μέρος της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας. Και ναι μεν οι περισσότερες διατάξεις της Σύμβασης έχουν μετατραπεί σε εθιμικό δίκαιο και είναι τελικά δεσμευτικές για τα μη μέρη, αλλά αφορούν ουσιαστικούς κανόνες. Το Δικαστήριο που η Σύμβαση προτείνει δεν προέρχεται από ουσιαστικούς κανόνες, είναι συνεπώς αδύνατο αυτό να επιδικάσει την ελληνοτουρκική διαφορά.

Μια ιδέα, που κι εγώ έχω προτείνει, προκειμένου να παρακαμφθούν οι τουρκικές αντιρρήσεις είναι η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης της διαφοράς για το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Αυτό θα επέλυε, τουλάχιστον, ένα τμήμα των διαφορών μας με την Τουρκία. Ωστόσο, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου στην υπόθεση Monetary Gold, αυτό δεν είναι δυνατόν γιατί εκτός της Λιβύης πρέπει να συναινέσει και το άλλο μέρος του memorandum, δηλαδή η Τουρκία. Κι αυτό είναι προβληματικό. Βέβαια θα φέρει σε δύσκολη θέση την Τουρκία, αν αρνηθεί τη συναίνεσή της, αλλά παρ’ όλα αυτά μια σκληρή στάση της δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Εν κατακλείδι, η ευφορία του πρόσφατου παρελθόντος τείνει να εξανεμισθεί, αλλά τουλάχιστον έχουμε την ικανοποίηση ότι η Τουρκία, παρά την εμμονή της στις διεκδικήσεις της, τηρεί τους βασικούς όρους της Διακήρυξης των Αθηνών. Το ερώτημα είναι έως πότε;

*Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT