«Ξέρουν άραγε ότι φεύγουμε;»

2' 2" χρόνος ανάγνωσης

Πού αφήσαμε χθες τον Δημήτρη Κιουσόπουλο και τους συναδέλφους του; Να είναι έτοιμοι στις 14 Αυγούστου του 1922 να εγκαταλείψουν το Αφιόν Καραχισάρ, κάτω από το βάρος της σφοδρής τουρκικής πίεσης. Θυμίζουμε, αυτή την εβδομάδα παρακολουθούμε την εναγώνια πορεία του Κιουσόπουλου προς τις ακτές του Αιγαίου, όπως την κατέγραψε το 1972 στο πρόσφατα εκδοθέν «Η φυγή. Ενας στρατιώτης αφηγείται» (πρόλογος: Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, εκδ. Παπαδόπουλος).

«Μα κι απ’ όλα τα σημεία, όπου να γύριζες το μάτι σου», γράφει, «έβλεπες πλήθος κόσμου, που έτρεχαν όλοι προς τα κάτω. Δρόμοι, πλαγιές, ρέματα, χαράδρες γέμισαν διαμιάς από το πλήθος αυτό που ολοένα και μεγάλωνε, άπλωνε, εκινούνταν σιωπηλό και με βιάση στην κατηφόρα και αναλογιζόσουν πού βρέθηκε τόσος κόσμος και πού ήταν κρυμμένος».

Ο Κιουσόπουλος, όντας φιλόλογος, ανατρέχει στον Αρχίλοχο, ο οποίος σε ένα του ποίημα μνημονεύει τη στιγμή που πάνω στον αχό της μάχης παρατάει την ασπίδα του («ρίψασπις») και το βάζει στα πόδια για να σωθεί. «Μ’ από το χάρο ξέφυγα κι αυτή ας πάη που χάθη· άλλην ασπίδα εγώ ξανά θα βρω καλύτερή της», γράφει ο Παριανός αρχαίος λυρικός ποιητής, σε μετάφραση του ίδιου του Κιοσόπουλου.

Παραθέτει επίσης την περίφημη διερώτηση του Γιώργου Χατζανέστη, διοικητή της Στρατιάς, όταν δικάστηκε για την Καταστροφή: «Κι εγώ θα ήθελα να μάθω, τέλος πάντων, πώς ο περίφημος ελληνικός στρατός έφτασε στο σημείο να καταρρεύση».

Αλλά ο Κιουσόπουλος δεν έχει καμία διάθεση να κάνει τον «απολογητή ή τον κατήγορο καμιάς καταστάσεως». Θέλει μονάχα να αφηγηθεί την προσωπική του εμπειρία, έτσι καθώς οι μονάδες διαλύονται, μπερδεύονται μεταξύ τους, τα συντάγματα σκορπάνε, τα τάγματα μετατρέπονται σε μπουλούκια.

Ο Κιουσόπουλος βρίσκεται αρχικά ολομόναχος ώσπου πέφτει πάνω σε έναν επίσης ξεκομμένο συνάδελφό του: «Ερημος ο τόπος παντού», γράφει. «Εκεί που πριν λίγο μια ολόκληρη στρατοπέδευε μεραρχία κι απλωνόταν γύρω μου, δεν υπήρχε τίποτα. Αφού συνήρθα γοργά από την εφιαλτική αυτή διαπίστωση, παραδόθηκα μεμιάς στον πολύ επιθυμητόν τη στιγμή εκείνη σύντροφό μου. Ασυναίσθητα και με άναρθρες που βγάλαμε φωνές ακολουθήσαμε τη σωστή ευτυχώς κατεύθυνση. Ερημιά και απόλυτη σιγή τριγύρω. Το φεγγάρι ψηλά φώτιζε ένα τοπίο άδειο και πολύ στραπατσαρισμένο από τις πατημασιές των χιλιάδων ανθρώπων που πριν από λίγο στέναζε κάτω από τα πόδια τους, και που τώρα κι αυτοί και τα μουλάρια και τ’ άλογα όλα είχαν εξαφανιστή».

Κατά τον Κιουσόπουλο, από τη δεύτερη κιόλας ημέρα της τουρκικής επίθεσης, ο ελληνικός στρατός δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει. «Δεν ξέρω πώς και πότε εσυνειδητοποίησαν μέσα τους οι Τούρκοι ότι ο ελληνικός στρατός έφευγε πράγματι»…

Η συνέχεια αύριο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT