Διψασμένα μουλάρια

2' 7" χρόνος ανάγνωσης

Το βράδυ της 26ης Αυγούστου, ο ελληνικός στρατός αφήνει τη Σμύρνη και προχωράει στη χερσόνησο της Ερυθραίας για να φτάσει στο λιμάνι του Τσεσμέ και από εκεί να περάσει με ασφάλεια απέναντι, στη Χίο.

Τα στενά στα Αλάτσατα φρου-ρεί το οργανωμένο ακόμα 1ο Σύνταγμα Πεζικού, οπότε δεν τίθεται, επί του παρόντος, ζήτημα να κινδυνεύσουν. «Η πορεία ανάμεσα στην Ερυθραία που από τη Σμύρνη έως τον Τσεσμέ έχει μήκος 80 περίπου χιλιόμετρα, διήρκεσε μέχρι το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου», αναφέρει ο Δημήτρης Κιουσόπουλος στο χρονικό που έγραψε το 1972 και που εκδόθηκε πρόσφατα με τον τίτλο «Η φυγή. Ενας στρατιώτης αφηγείται» (πρόλογος: Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, εκδ. Παπαδόπουλος).

Εκεί ο Κιουσόπουλος θα συναντήσει έναν φίλο και συνάδελφό του που πίστευε πως είχε σκοτωθεί «όταν στην έξοδο της χαράδρας του Αλή Βεράν μάς εχτύπησαν από τα πλάγια οι Τούρκοι τσέτες. Φυσικά η χαρά μου ήταν μεγάλη που τον έβλεπα τώρα ζωντανόν και η έκπληξη και των δυο μας υπήρξε πολύ εύλογη, γιατί θεωρούσαμε αμοιβαίως και οι δύο ότι ο ένας είχε σκοτωθή στον βίαιο τότε αποχωρισμό, που δεν κατέστη δυνατόν να συναντηθούμε έως εκείνη τη στιγμή, δηλαδή ξαναειδωθήκαμε έπειτα από 15-16 ημέρες περίπου».

Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, από τις 31 Αυγούστου, η Σμύρνη αρχίζει να καίγεται και ο άμαχος πληθυσμός της, Ελληνες και Αρμένιοι, να σφαγιάζεται.

Ωστόσο, η τελευταία εικόνα που έχει ο αφηγητής από τον Τσεσμέ και τη Μικρά Ασία, τη στιγμή που έχουν όλα διαλυθεί, δεν έχει να κάνει με ανθρώπους αλλά με ζώα: χιλιάδες μουλάρια με το κεφάλι στραμμένο προς τα στόμια των πηγαδιών. «Εγκαταλειμμένα τα δύστυχα ως άχρηστα, μάταια στέκονταν εκεί για μια σταγόνα νερό. Το τμήμα της μοίρας (σ.σ. Πυροβολικού) που ακολουθούσα εγώ ετοιμάστηκε κι αυτό για την επιβίβαση».

Ο Κιουσόπουλος είχε ο ίδιος ένα μουλάρι που τον συνόδευε στο μεγαλύτερο μέρος της βασανιστικά αγωνιώδους πορείας από το Αφιόν Καραχισάρ, κάπου επτακόσια χιλιόμετρα απόσταση από τη Σμύρνη, έως τις ακτές. Στον Τσεσμέ, ακούει τότε πως το μουλάρι που καβαλίκευε εκείνος «έπρεπε να το βάλουν μέσα στο βαπόρι, γιατί ομολογουμένως ήταν το πιο καλύτερο, γερώτερο και δυνατώτερο της μοίρας. Κι έσπευσαν πράγματι δυο τρεις στρατιώτες να το ετοιμάσουν για την επιβίβαση βγάνοντας πρώτα το σαμάρι του. Ομως τι φρίκη! Μια τεράστια πληγή έχασκε στην ακρωμία του καλού μου αυτού μουλαριού, αίματα και πύο γεμάτη. Θέαμα που και τώρα ακόμα με κυνηγά η ανάμνησή του. Και θυμήθηκα τότε ότι τις τελευταίες ημέρες της πορείας στην καβάλα μου αισθανόμουν μια δυσάρεστη μυρουδιά χωρίς να μπορώ να την εντοπίσω. Τ’ αφήσαμε λοιπόν εκεί το δύστυχο αυτό μουλάρι μαζί με τ’ άλλα τα άχρηστα ζώα».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT