Τι μπορεί να περιμένει η Ελλάδα από τη Χάρις

Τι μπορεί να περιμένει η Ελλάδα από τη Χάρις

4' 39" χρόνος ανάγνωσης

Ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα δυστοπικό διεθνές περιβάλλον, με έντονη την αμφισβήτηση της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας των Ηνωμένων Πολιτειών, με συρρικνωμένη την επιρροή τους, με ενισχυμένα τα καθεστώτα που επιθυμούν την αλλαγή της τάξης πραγμάτων όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μεταψυχροπολεμικά και με βασικούς εταίρους της Ουάσιγκτον, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, να κλονίζονται εσωτερικά. Το τελευταίο ισχύει και για τις ΗΠΑ, οι οποίες βρίσκονται σε πρωτοφανή πόλωση και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει, σε περίπτωση οριακού αποτελέσματος, την αμφισβήτησή του από τον Τραμπ. Αυτή η κατάσταση ασφαλώς επηρεάζει και την εξωτερική πολιτική, διότι εύλογα το βλέμμα του επόμενου προέδρου θα είναι στραμμένο στο εσωτερικό. Ο μεν Τραμπ θα θέλει να επιβεβαιώνει σε κάθε επιλογή του στο εξωτερικό πεδίο το σύνθημα «America first», κάτι που θα τον φέρνει αντιμέτωπο με αρκετούς συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών και θα απομακρύνει τις τελευταίες από τις θεσμικές λειτουργίες του παγκόσμιου συστήματος που οι ίδιες όρισαν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δε Χάρις θα πρέπει, από τη μία, να ικανοποιήσει την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών και τους δικαιωματιστές, που έχουν επενδύσει στο φιλελεύθερο πνεύμα της, και από την άλλη, να ενώσει, μετριάζοντας τις αντιδράσεις από τους πιο σκληροπυρηνικούς του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που το έχουν άλλωστε αλώσει. Επομένως, οι εγχώριες διεργασίες και δυναμικές θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στην ευχέρεια της Χάρις να κινηθεί ευέλικτα στα εξωτερικά θέματα, πολλώ δε μάλλον αν το Κογκρέσο ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς (λιγότερο πιθανό σενάριο). Γιατί η αναζήτηση συναινέσεων σε ένα περιβάλλον όπως αυτό που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα είναι πολύ δύσκολη και θα απαιτεί χρόνο και κόπο για να επιτευχθεί.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, δεν έχουν την πολυτέλεια να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τη θέση τους στον κόσμο, στο ενδεχόμενο ενός διχασμένου Κογκρέσου. Οπως αποδείχτηκε και με την καθυστερημένη παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία, η αναζήτηση λύσεων μέσα από γρήγορες αποφάσεις θα είναι επίπονη.

Η Κάμαλα Χάρις στερείται εμπειρίας σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και θα περιστοιχιστεί από έμπειρα στελέχη (όπως ο Φιλ Γκόρντον), με το κόμμα της να δείχνει αυτή τη στιγμή ότι διαθέτει πιο συγκροτημένη εξωτερική ατζέντα σε σχέση με τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά παραδοσιακά να είναι πιο εχθρικό απέναντι σε Ρωσία και Κίνα. Ο Τραμπ, από την άλλη, μοιάζει ευέλικτος, στα όρια της αφέλειας, κυρίως έναντι του Πούτιν, αλλά μοιράζεται την ίδια ανησυχία με τους Δημοκρατικούς έναντι της Κίνας. Και πράγματι, η τελευταία νοείται ως η υπ’ αριθμόν 1 απειλή για τις ΗΠΑ, στοιχείο που θα ορίσει σε σημαντικό βαθμό την εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον.

Η Χάρις αναμένεται να κινηθεί στα βήματα του προκατόχου της, δηλαδή, μεταξύ άλλων, να δώσει έμφαση στη σχέση με τους Ευρωπαίους και τους ασιατικούς εταίρους των Αμερικανών, σε αναζήτηση αντίβαρων απέναντι σε Πεκίνο και Μόσχα. Πάντως, μια μεγάλη πρόκληση για τη Χάρις, πέραν των δύο πολέμων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, που ενδεχομένως να είναι σε διαφορετική κατάσταση από ό,τι σήμερα, καθώς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη φαίνεται να δοκιμάζουν τις κόκκινες γραμμές εκατέρωθεν, αλλά και αυτές της σχετικά εξασθενημένης λόγω των επικείμενων εκλογών αμερικανικής διοίκησης, είναι η επανόρθωση του τρωθέντος γοήτρου των ΗΠΑ σε παγκόσμια κλίμακα. Προκειμένου αυτό να συμβεί, απαιτείται μεγαλύτερη συνέπεια και σταθερότητα από αυτή που επέδειξε ο έμπειρος Μπάιντεν και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στις προθέσεις των ΗΠΑ. Η Κάμαλα Χάρις έχει τα φόντα να επιχειρήσει την προσέγγιση με τον περιώνυμο «Παγκόσμιο Νότο», σε μια περίοδο που αυτός φαίνεται να στρέφεται σε άλλες λύσεις και να μην προκρίνει την εμβάθυνση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση γενικότερα.

Λόγω διεθνών συνθηκών, οι σύμμαχοι θα κρίνονται κυρίως από το πώς εξυπηρετούν και… ταιριάζουν στην πολιτική ασφαλείας των ΗΠΑ. Επομένως, η χώρα μας, εργαζόμενη για τη σταθερότητα σε ένα δύσκολο μέρος του κόσμου, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση.

Σε μια μεταβατική εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων και αναδιάταξης των συσχετισμών, η Χάρις θα θελήσει να «ακουμπήσει» και να στηριχθεί σε αξιόπιστους εταίρους, που θα είναι σε θέση να δίνουν λύσεις σε προβλήματα. Στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Μεσογείου, τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μπάιντεν έχουν υποστηρίξει την περιφερειακή ολοκλήρωση με την οικοδόμηση οικονομικών και ενεργειακών συνεργασιών και εταιρικών σχέσεων ασφαλείας. Η Ελλάδα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι ορισμένων από αυτές και έτσι διατηρεί σχετικό προβάδισμα, πολύ περισσότερο δεδομένων της καθαρής θέσης της στο Ουκρανικό (μας δίνει πόντους στους Δημοκρατικούς, αδιάφορο για τον Τραμπ) και της ενίσχυσης του αμερικανικού στρατιωτικού αποτυπώματος στην επικράτειά της. Επομένως, λόγω διεθνών συνθηκών οι σύμμαχοι θα κρίνονται κυρίως από το πώς εξυπηρετούν και… ταιριάζουν στην πολιτική ασφαλείας των ΗΠΑ. Επομένως, η Ελλάδα, εργαζόμενη για τη σταθερότητα σε ένα δύσκολο μέρος του κόσμου, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Εντούτοις, η παρεμβατικότητά μας στα τεκταινόμενα στη Γάζα και ευρύτερα είναι περιορισμένη, ενώ και στα Βαλκάνια έχουμε πλέον δύο μέτωπα που έχουν κακοφορμίσει. Τώρα, πάντως, που η Ουάσιγκτον είναι σε σχετική αδυναμία, ο κάθε εταίρος έχει αξία, διευρύνοντας τα διαπραγματευτικά του περιθώρια απέναντί της.

Στα ελληνοτουρκικά δεν αναμένονται δραματικές αλλαγές, με Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Πεντάγωνο να αδυνατούν να σκεφτούν την απώλεια της προβληματικής Τουρκίας, ενώ στερούνται φρέσκων ιδεών για το πώς να αντιμετωπίσουν δύστροπους αλλά σημαντικούς συμμάχους τους. Η διαφορά της Χάρις από τον Τραμπ είναι ότι σε περίπτωση δημιουργίας συνθηκών κρίσης ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα, η παρέμβασή της θα είναι πιο άμεση (άγνωστη ωστόσο η αποτελεσματικότητά της), εκτός εάν οι ΗΠΑ περιέλθουν σε εσωτερική αστάθεια και είναι πολύ αποσπασμένες για να βοηθήσουν στην αποφυγή μιας ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.

*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Μαζί με την Κατερίνα Σώκου έχει συγγράψει τη μελέτη «The Cliffhanger» για τον πιθανό αντίκτυπο των αμερικανικών εκλογών στα Ελληνοτουρκικά.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT