Η μεγάλη νύχτα των μουσείων στο Βερολίνο

Η μεγάλη νύχτα των μουσείων στο Βερολίνο

4' 16" χρόνος ανάγνωσης

Σου έδιναν έναν χάρτη, για να σχεδιάσεις την πορεία σου. Δεδομένου ότι όλες οι πληροφορίες υπήρχαν ήδη στο Ιντερνετ, ο χάρτης μάλλον στόχευε στο να κάνει την όλη εμπειρία να μοιάζει περισσότερο με νυχτερινή περιπέτεια. Είχε διαδρομές-συνδέσεις μεταξύ των μουσείων, μια καρτουνίστικη μικρογραφία της μεγάλης πόλης. Θα ξεκινούσαμε από το Museumsinsel, το νησί των μουσείων. Η μεγάλη νύχτα θα διαρκούσε από τις έξι το απόγευμα έως τις δύο τα ξημερώματα και η συνθήκη λίγο – πολύ ήταν πως μ’ ένα εισιτήριο μπορούσες να μπαινοβγαίνεις και να θαυμάζεις τα εκθέματα. 

Το νησί των μουσείων το είχαν φωτίσει ειδικά για την περίσταση. Τα μικρά αγάλματα κι οι κίονες γύρω από την Παλιά Εθνική Πινακοθήκη είχαν γίνει κόκκινα και ροζ, ο ήλιος έδυε στις όχθες του ποταμού, η πλάτη του Καθεδρικού έλαμπε. Sublime (λέξη, μάλλον, αμετάφραστη: το μεγαλειώδες που δεν μπορείς ακριβώς να το στριμώξεις σε λέξεις, μία αίσθηση πως σε ανυψώνουν και βλέπεις κάτι θεϊκό, απερίγραπτα Υψηλό). Ξέχασα να πω ότι είχε παντού μουσική. Κλασική, ηλεκτρονική κ.λπ. Μπορούσες κυριολεκτικά να περιπλανηθείς από το ένα μουσείο στο άλλο αλλάζοντας ηχοτοπίο και φυσικά μπορούσες να πιεις στα αμέτρητα περιφερόμενα μπαρ που είχαν ξεπροβάλει για την περίσταση. 

Είχε ουρές. Η αναμονή, όμως, δεν ήταν ενοχλητική, γιατί κάπου κάποιος έπαιζε θαυμάσια ένα τσέλο και τα σύννεφα στον ουρανό ήταν σαν ξυλομπογιά, οπότε περνούσε η ώρα και τελικά μπήκαμε στις αίθουσες με τα αιγυπτιακά και τις σαρκοφάγους στο Neues κι έξω είχε νυχτώσει. Ηταν σαν να ’σαι σε κάποια απ’ αυτές τις ταινίες που κάποιος έχει βρει τον θησαυρό. Ιερογλυφικά, κεφαλές του Οσιρι, περίτεχνα φέρετρα, πάπυροι, λεπτομερείς αφηγήσεις ενός χαμένου πολιτισμού. Μπορούσες να βλέπεις τη νύχτα να πέφτει έξω από τα γυάλινα πλευρά του μουσείου και να χαζεύεις τ’ αγάλματα. Ηταν σαν να παραβιάζεις μια κρυφή πόρτα, ανατριχιαστικά και συγκινητικά όμορφα.

Βγαίνοντας είχε νυχτώσει για τα καλά κι οι αποφάσεις ήταν πια δύσκολες. Θέλαμε να δούμε κι άλλα, όμως όχι κάτι πολύ σοβαρό. Η ατμόσφαιρα του πάρτι είχε κυριαρχήσει στον μικρό χώρο πρασίνου πίσω από τον Καθεδρικό. Πλέον ο κόσμος απλώς άραζε κι άκουγε τις θεσπέσιες μουσικές κοιτώντας το νεράκι ή τα υποφωτισμένα κτίρια. Επρεπε να δούμε κι άλλα, αλλά τι. Ημασταν μεταξύ της καλτίλας του DDR museum (ένα κάπως fun μουσείο όπου μπορείς, τάχα, να νιώσεις σαν να είσαι στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, χωρίς το τείχος και χωρίς να σε παρακολουθούν) και μεταξύ της Fotografiska, που είναι άλλος ένας χιπ χώρος σύγχρονης τέχνης. 

Η αμφιταλάντευση μεταξύ αυτών των δύο επιλογών μπορεί να αποδοθεί στο αλκοόλ, στην πολυκοσμία, τη μουσική, την περασμένη ώρα και τη λογική «ας κάνουμε μια τρέλα». Καταλήξαμε στην ουρά του Fotografiska, όπου όλοι ήταν ντυμένοι για κλαμπ ή έκθεση σύγχρονης τέχνης –πλέον είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις– κι είχαν ένα ύφος εκατό καρδιναλίων, και μερικοί προσπαθούσαν να προσπεράσουν την ουρά, ενώ άλλοι ήταν ήδη λιώμα. Σχεδόν νοσταλγούσα τις καταπιεστικές οικογένειες του Neues, που στην ουρά απλώς εξηγούσαν πράγματα για τους Σουμέριους στο απρόθυμο παιδί τους. 

Στο Fotografiska, τίποτα δεν διέλυε την αίσθηση ότι είσαι σε κλαμπ. Σου έβαζαν σφραγίδα για να μπεις και σε ενημέρωναν για κάτι djs, που είμαι σίγουρη πως είναι πολύ σημαντικοί, αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ούτε τα αρχικά του εκτενούς ψευδωνύμου τους, και γενικώς προσπαθούσαν όλη την ώρα να σου πουλάνε πράγματα, από ακριβά κοκτέιλ στον τελευταίο όροφο μέχρι γκουρμέ φαγητό και βιβλία τέχνης (ίσως εδώ θέλει εισαγωγικά). Τέλος πάντων, δεν ήταν και τόσο χάλια. 

Είχε video art με μονολόγους – αυτό ήταν καλό (καλλιτέχνις: Eli Cortinas, τίτλος: The Machine Monologs) και Αντι Γουόρχολ (βίντεο και φωτογραφίες-πορτρέτα συν τα έργα από το μεταίχμιο μεταξύ κουήρ πορνογραφίας και καταγραφής του κοινωνικού του κύκλου που μετά μιμήθηκαν –χαρίζοντάς μας υπνηλία, χασμουρητά κι απελπισία– πολλοί νεότεροι έως και συγκαιρινοί μας). Και μπορεί κανείς να πει ότι κι αυτό είχε κάποιου είδους νόημα, υπό την έννοια ότι τώρα όλοι βγάζουμε τέτοιες φωτογραφίες και βίντεο, και είναι σαν το κεφάλι του Γουόρχολ να είναι πια ο συλλογικός μας εγκέφαλος. Το μέρος ήταν τίγκα στους επίδοξους καλλιτέχνες χωρίς καλλιτεχνικό έργο και στους επίδοξους συλλέκτες χωρίς αισθητικό κριτήριο, οπότε κάποια στιγμή φύγαμε. Αλλωστε φρόντιζαν να νιώθεις διαρκώς φτωχός και κακοντυμένος, ώστε να σου πουλάνε κάτι από τα άπειρα ειδικά σχεδιασμένα παραφερνάλια που φοράς αν είναι να δείξεις το εύρος της προσωπικότητάς σου. 

«Το άτομο, θα τολμήσω λοιπόν να πω, είναι τα βιβλία που έχει διαβάσει, οι πίνακες που έχει δει, η μουσική που έχει ακούσει και ξεχάσει, οι δρόμοι που έχει περπατήσει. Το άτομο είναι τα παιδικά του χρόνια, η οικογένειά του, κάποιοι φίλοι, λίγοι έρωτες, αρκετές απογοητεύσεις. Το άτομο είναι ό,τι έχει μείνει από ένα άθροισμα που το ακολούθησαν αναρίθμητες αφαιρέσεις. Διαφορετικές εποχές, ασχολίες και πεποιθήσεις μάς διαμορφώνουν». Καθώς μεταφερόμουν από το ένα μουσείο στο άλλο, περπατώντας ανάμεσα στις αναμνήσεις μου απ’ την πόλη και στο τώρα, μαζεύοντας πληροφορίες για την Αίγυπτο, τη Νέα Υόρκη, τις σαρκοφάγους και το ανθρώπινο πρόσωπο, σκεφτόμουν αυτή τη φράση του Σέρχιο Πιτόλ από την Τέχνη της Φυγής. Είναι από ένα κείμενο που τιτλοφορείται «Κάθε Πράγμα Είναι Μέσα Σε Ολα Τα Πράγματα». Η βραδιά τελείωσε μ’ ένα λιγδιασμένο λουκάνικο απ’ τον δρόμο που κολυμπούσε στη σάλτσα του – και όχι δεν έπαθα δηλητηρίαση. Μερικές νύχτες γίνεται όντως να τα ’χεις όλα – για λίγο.  

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT