Πριν από λίγες ημέρες είδε το φως της δημοσιότητας η πληροφορία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να αναθεωρήσουν την προμήθεια της Τουρκίας με τα μαχητικά F-35.
Aπό τη στιγμή που η Τουρκία εκτοπίστηκε από το πρόγραμμα των F-35, στο οποίο άλλωστε ήταν και συμπαραγωγός, κάνει υπερπροσπάθεια προκειμένου να καλύψει το χαμένο έδαφος σε σχέση με αυτό που φαίνεται να εξελίσσεται σε αεροπορική υπεροχή της Ελλάδας. Συζητάει με Ευρωπαίους και Βρετανούς για τα Eurofighter, αφήνει να εννοηθεί, με ελάχιστες πάντως πιθανότητες υλοποίησης, ενδεχόμενη στροφή της πολεμικής της αεροπορίας σε ρωσικά ή κυρίως κινεζικά μαχητικά, και εσχάτως, αν και είχε κάνει σχετική αναζήτηση και στο παρελθόν, προσεγγίζει το Κατάρ ώστε μέσω στρατιωτικής συνεργασίας να αποκτήσει πρόσβαση στα γαλλικά Rafale.
Oμως, καμία από τις προαναφερθείσες εναλλακτικές δεν είναι ισάξια της απόκτησης των F-35. Τι θα σήμαινε μια αναθέρμανση του τουρκικού αιτήματος προς τις ΗΠΑ; Oτι το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400, που κόστισε 2,5 δισ. δολάρια, αλλά έτσι κι αλλιώς παραμένει αχρηστευμένο σε κάποιες αποθήκες, θα έπρεπε ίσως και να μεταφερθεί εκτός Τουρκίας.
Είναι λογικό ο Ερντογάν να περιμένει τον επόμενο Αμερικανό πρόεδρο για να διαπραγματευθεί, αν και θα πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα για να πείσει το Κογκρέσο για τις προθέσεις της Τουρκίας.
Εδώ προκύπτουν αρκετά θέματα: Ποια χώρα θα το παραλάβει και κατά πόσον θα μπορεί να το ενεργοποιήσει, αν (λογικά) απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ρωσίας πώς αυτή θα εξασφαλιστεί (επί παραδείγματι είναι αδύνατο να μεταφερθούν στο Πακιστάν λόγω αντίδρασης της Ινδίας, που η Ρωσία θέλει ως αντίβαρο στην Κίνα), ποια ανταλλάγματα θα απαιτήσει ο Πούτιν για τη διευκόλυνση του Ερντογάν και πώς αυτός θα το «πλασάρει» στο εσωτερικό, ενώ υποτίθεται ότι ακολουθεί μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και δεν καθυποτάσσεται στους Αμερικανούς. Το σοβαρότερο ζήτημα όμως εδώ έχει να κάνει με τη σχέση Τουρκίας – Ρωσίας. Η τελευταία είναι χρήσιμος εταίρος σε μέτωπα πολύ σημαντικά για την πρώτη, όπως αυτό της Συρίας, όπου ο Ασαντ έβαλε σκληρούς όρους επαναπροσέγγισης με τον Ερντογάν. Είναι επίσης χρήσιμος ο ρόλος της στον ενεργειακό σχεδιασμό της Τουρκίας, τόσο για τη μετατροπή της σε κόμβο διάθεσης ρωσικού φυσικού αερίου, όσο και για την ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας. Ο Ερντογάν δεν είναι σε θέση να ρισκάρει αυτά τα οφέλη, συν το ότι στο εσωτερικό θα χλευαστεί για την αποτυχία εξαγοράς ενός συστήματος το οποίο αδυνατεί να χρησιμοποιήσει. Είναι, επομένως, για την ώρα εγκλωβισμένος στην πολιτική του παρελθόντος. Από τη μια έπληξε την αξιοπιστία του στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνδυαστικά με άλλες άστοχες επιλογές, όπως ήταν η επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ, η πολιτική του περιφερειακού νταή και η απροθυμία ευθυγράμμισης με τις αμερικανικές θέσεις, αποδυνάμωσε αισθητά την Τουρκία σε επίπεδο Κογκρέσου και δημιούργησε αβεβαιότητα σε επίπεδο θεσμών, όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο. Από την άλλη, εκ των πραγμάτων έχουν καλλιεργηθεί προσδοκίες προς την πλευρά του Κρεμλίνου, ακόμη και με την ισορροπημένη στάση της Αγκυρας στην Ουκρανία.
Ετσι κι αλλιώς, η σύνδεση S-400 με F-35 είναι ζήτημα που αφορά τις ισορροπίες στο διεθνές στερέωμα και στις σχέσεις Αγκυρας με Ουάσιγκτον και Μόσχα, σε μια χρονική στιγμή που φαίνεται η πρώτη να έρχεται διακριτικά πιο κοντά με τη δεύτερη (π.χ. συμπαραγωγή για την υποστήριξη της ουκρανικής αεράμυνας). Είναι λογικό ο Ερντογάν να περιμένει τον επόμενο Αμερικανό πρόεδρο για να διαπραγματευθεί ίσως από καλύτερη βάση το εν λόγω ζήτημα, αν και θα πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα προκειμένου να πείσει το Κογκρέσο για τις προθέσεις της Τουρκίας. Γιατί αν η γραφειοκρατική ραχοκοκαλιά της Ουάσιγκτον θέλει πάση θυσία να κρατήσει την Τουρκία στο αμερικανικό μαντρί, μέχρι τις εκλογές οι ισορροπίες στο Κογκρέσο δεν ευνοούν ανάλογες πρωτοβουλίες από πλευράς του Τούρκου προέδρου. Αλλά μετά από αυτές ενδέχεται να έχουμε μια νέα συνθήκη που θα τη διευκολύνει και ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου. Πάντως, στο ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται από τους Αμερικανούς ένας εταίρος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Τουρκίας, ο οποίος μάλιστα φαίνεται να επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο απρόβλεπτης και αποστασιοποιημένης για τα αμερικανικά συμφέροντα συμπεριφοράς, σαφής και ενιαία (σε επίπεδο κατεστημένου) απάντηση δεν προκύπτει.
Πέραν της αμιγώς επιχειρησιακής πρόκλησης για τις περιοχές και τις συνθήκες στις οποίες θα χρησιμοποιούνται τα F-35 εφόσον αγοράζονταν από μια χώρα που θέλει να κάνει συνεχή προβολή ισχύος, αναδεικνύεται ένας ακόμη προβληματισμός, κατά πόσον ένα κράτος με ισχυρή στρατιωτική βιομηχανία θα παραμείνει έστω και σχετικά προσηλωμένο στις αμερικανικές επιταγές και αν εντέλει η περαιτέρω στρατιωτική του ενίσχυση θα του ανοίξει την όρεξη για εμπλοκή σε περιπέτειες με γειτονικές και μη χώρες. Θα είναι, συνεπώς, περισσότερο ελέγξιμη η Τουρκία με ενδεχόμενη προμήθεια F-35 ή μήπως έτσι θα είναι δύσκολο να ελεγχθεί αργότερα;
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.