Διορίζοντας πρωθυπουργό τον Μισέλ Μπαρνιέ, πολύ γνωστό μεν πολιτικό, του τέταρτου όμως κατά σειρά σε ψήφους κόμματος στις τελευταίες εκλογές, ο πρόεδρος Μακρόν έθεσε ασφαλώς τέρμα σε μια δίμηνη κυβερνητική εκκρεμότητα, χωρίς προηγούμενο στα χρονικά της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, ωστόσο, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, επιδεινώνοντας επικίνδυνα μια κρίση, την οποία ο ίδιος προκάλεσε όταν, με δική του πρωτοβουλία, διέλυσε τη Βουλή, τον περασμένο Ιούνιο.
Διότι, ενεργώντας έτσι, ο κ. Μακρόν όχι μόνον αγνόησε την καθαρή διπλή αποδοκιμασία της πολιτικής του από τους Γάλλους εκλογείς, αλλά απέρριψε και το μοντέλο της «συγκατοίκησης», στο οποίο, από τη δεκαετία του 1980, το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας έβρισκε καταφύγιο, όταν οι εκλογές δεν έδιναν αυτοδύναμη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα. Γιατί, όπως όλα δείχνουν, η κυβέρνηση που θα σχηματίσει ο κ. Μπαρνιέ θα είναι τελικά κυβέρνηση του κ. Μακρόν, η οποία θα επιβιώσει μόνο με την ανοχή του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού της κ. Λεπέν (μόλις τρίτου κατά σειρά στις τελευταίες εκλογές). Δεν θα είναι, με άλλα λόγια, κυβέρνηση του πρώτου σε ψήφους κόμματος –εν προκειμένω του συνασπισμού του Νέου Λαϊκού Μετώπου–, με το οποίο ο κ. Μακρόν, ως πρόεδρος, θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να συνεργασθεί, αλλά μια δόση από τα ίδια. Θυμίζω ότι τη συγκατοίκηση δοκίμασε για πρώτη φορά –και μάλιστα επιτυχώς– ο Φρανσουά Μιτεράν όταν, σεβόμενος την ετυμηγορία της κάλπης, κάθισε στο ίδιο τραπέζι με τον ορκισμένο αντίπαλό του, τον Ζακ Σιράκ, το 1986-1988. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, έπραξε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν συνυπήρξε με τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1981-1985, σε όφελος, όπως πιστεύω, της χώρας.
Mήπως, όμως, γι’ αυτή τη θλιβερή εξέλιξη δεν φταίει μόνον ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά και το Σύνταγμα του 1958; Μήπως το τελευταίο, πειραματιζόμενο επικίνδυνα, δεν αρκέστηκε να αναγνωρίσει κυρίαρχο ρόλο στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά ανέτρεψε απερίσκεπτα και έναν θεμελιώδη κανόνα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στο όνομα της κυβερνητικής σταθερότητας;
Ο κανόνας αυτός, όπως σε εμάς τον καθιέρωσε ο Χαρίλαος Τρικούπης από το 1875, είναι ότι η κυβέρνηση οφείλει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής. Το γαλλικό Σύνταγμα βέβαια δεν τον κατήργησε ρητά, ούτε όμως και τον εξειδίκευσε, όπως το κάνει το άρθρο 84 του δικού μας Συντάγματος. Ορίζει απλώς, στο άρθρο 20, ότι «η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη ενώπιον της Βουλής», προσθέτοντας εντούτοις τις ακόλουθες λέξεις: «υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 49 και 50».
Οι τελευταίες αυτές λέξεις –μοιραίες, κατά τη γνώμη μου– είναι που κάνουν τη διαφορά με τις υπόλοιπες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες (πλην Ρουμανίας και Μολδαβίας, που είναι οι μόνες σήμερα που ακολουθούν το γαλλικό μοντέλο!). Γιατί; Διότι τα άρθρα αυτά δεν υποχρεώνουν την κυβέρνηση να ζητήσει από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης. Περιορίζονται μόνο να ορίσουν τους όρους υπό τους οποίους μπορεί η Βουλή να ανατρέψει την κυβέρνηση με πρόταση μομφής. Με άλλα λόγια, στη σημερινή Γαλλία, μια κυβέρνηση δεν χρειάζεται να λάβει τη θετική ψήφο της Βουλής. Αρκεί να μη λάβει την αρνητική, να μην αποδοκιμαστεί δηλαδή από το 50%+1 των βουλευτών. Προχωρώντας μάλιστα ακόμη περισσότερο, η παράγραφος 3 του άρθρου 49 επιτρέπει, αν το ζητήσει η κυβέρνηση, να υιοθετηθούν νόμοι, χωρίς ψηφοφορία στη Βουλή, αν δεν κατατεθεί και ψηφιστεί πρόταση μομφής «μέσα στις επόμενες 24 ώρες».
Σήμερα μια κυβέρνηση δεν χρειάζεται να λάβει τη θετική ψήφο της γαλλικής Βουλής. Αρκεί να μη λάβει την αρνητική, να μην αποδοκιμαστεί δηλαδή από το 50%+1 των βουλευτών.
Πρόκειται για διατάξεις που υιοθετήθηκαν το 1958 υπό την έμπνευση του στρατηγού Ντε Γκωλ, για να αντιμετωπισθεί η κυβερνητική αστάθεια της Γ΄, αλλά προπάντων της Δ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Εως την επανεκλογή του κ. Μακρόν, το 2022, εφαρμόστηκαν μάλλον περιστασιακά, αλλά έκτοτε τείνουν να μετατραπούν σε κανόνα. Η τριχοτόμηση της σημερινής γαλλικής Βουλής πολύ φοβούμαι ότι θα τις καταστήσουν μοναδικό τρόπο νομοθέτησης. Ταυτόχρονα θα άρουν τον λόγο ύπαρξης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, που δεν είναι άλλος από τον σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας. Τι άλλο άραγε σημαίνει η προκλητική περιφρόνηση της ετυμηγορίας της κάλπης;
Στις δηλώσεις της μετά τον διορισμό του κ. Μπαρνιέ, την περασμένη Παρασκευή, η κ. Λεπέν δήλωσε ότι το κόμμα της δεν θα καταψηφίσει την κυβέρνηση του τελευταίου αν, μεταξύ άλλων, ακολουθήσει αντιμεταναστευτική πολιτική και, προπάντων, αν ψηφίσει εκλογικό σύστημα που να επιτρέπει στον γαλλικό λαό να κάνει «σαφείς επιλογές» (δηλαδή, να επιλέξει την ίδια!).
Ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2027, χρειαζόταν άραγε ο υπαινιγμός της να είναι σαφέστερος; Και το ερώτημα βεβαίως είναι αν θα το αντιληφθεί εγκαίρως ο κ. Μακρόν.
*Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.