Θαμμένοι ζωντανοί

1' 57" χρόνος ανάγνωσης

«Ολα τα σπίτια ήταν κατακλειδωμένα τις πρώτες βραδιές που πέθανε ο γερο-Τζαννής ο κολασμένος», διαβάζουμε στο διήγημα «Ο άλιωτος», που δημοσίευσε το 1904 ο Αγγελος Κοσμής.

Ο άνθρωπος που πεθαίνει στα διηγήματα της συλλογής «Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες. Μια ελληνική ανθολογία λαογραφικού τρόμου» (θα κυκλοφορήσει την άλλη εβδομάδα από τις εκδόσεις Ροές σε επιμέλεια του Γιώργου Θάνου) είναι κακός. Αλλιώς δεν βρικολακιάζει. Αυτό είναι ένα μοτίβο που απαντά σε όλα τα διηγήματα της ανθολογίας.

Δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο τι κακό έχει κάνει. Σε κάποιο διήγημα αναφέρεται πως σκότωσε κάποιον. Οταν πρόκειται για γυναίκα, αυτή είναι –αν θέλουμε να το πούμε κομψά– άστατη συναισθηματικά. Η γυναίκα-βρικόλακας της αγροτικής Ελλάδας, του παπά και του δασκάλου, δεν χρειάζεται να έχει σκοτώσει ή κλέψει, αρκεί να μην είναι πιστή σύζυγος και μητέρα.

Το βρικολάκιασμα επέρχεται συνήθως έπειτα από κατάρες. Του γερο-Τζαννή η κατάρα είναι πολύ βαριά: την είχε εξαπολύσει η μάνα του. Αφού πεθάνει («μ’ ένα μούγκρισμα που ξεθεμέλιωνε σπίτια»), οι κάτοικοι του χωριού κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους, αλλιώς θα δούνε τον «κολασμένο με τα σάβανά του να τρέχει αδιάκοπα από στράτα σε στράτα και να σκορπά στο δρόμο τα σκουλήκια που ‘τρεχαν επάνω του».

Μονάχα ο ιερέας μπορεί να λύσει την κατάρα. Ο παπάς χαράσσει την πεντάλφα «μ’ ένα κομμάτι κερί λειτουργημένο» με το οποίο βουλώνει το στόμα του νεκρού, τον δένουν έπειτα στο στασίδι της εκκλησίας για να τον λειτουργήσουν και μόνο τότε βρίσκουν την επομένη τα κόκαλά του.

Σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, ο σύγχρονος αναγνώστης υποψιάζεται κάτι απαίσιο: οι «άλιωτοι» πάνω στους οποίους βασίζονται αυτές οι διηγήσεις ήταν στην πραγματικότητα δυστυχείς που θάφτηκαν ζωντανοί.

Το λέει καθαρά ο Κονδυλάκης: «Επειδή τον καιρό εκείνον γιατροί δεν υπήρχαν, συνέβαινε να θάφτουν και μερικούς ζωντανούς κατά λάθος». Σε κάποια άλλη ιστορία, ο «άλιωτος» τους φωνάζει εξοργισμένος: «Ζωντανό, μωρέ κερατάδες, θέλετε να με θάψετε», ενώ μια «άλιωτη» εκλιπαρεί για λίγο φαγητό, μα κανείς δεν την πλησιάζει – στην αρχή.

Σκληρές αρχαϊκές κοινωνίες. Οχι τυχαία, τους σπουδαγμένους σε ένα διήγημα ο παπάς (που, α προπό, διηγείται μια ιστορία με βρικόλακα) τους αντιμετωπίζει με οίκτο και απαξίωση.

Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον αριστοκρατικό Κόμη Δράκουλα. Οι Ελληνες βρικόλακες είναι «συγχωριανοί», άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Δεν είναι παρά χωρικοί που ενίοτε επιστρέφουν για να φάνε λουκάνικα. «Να, μου λέει· εδώ ήταν οπάδειασε τα λουκάνικα στο σάβανό του ο βρυκόλακας. Απόμειν’ αποτότε η λαδιά και δε βγαίνει!…».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT