Ας περιμένουν τα βαμπίρ

2' 16" χρόνος ανάγνωσης

Το τελευταίο διήγημα της συλλογής «Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες. Μια ελληνική ανθολογία λαογραφικού τρόμου» (επιμ. Γ. Θάνος – το βιβλίο κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις Ροές) είναι το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα. Και το πιο διαφορετικό επίσης.

Ο τίτλος του προετοιμάζει τον αναγνώστη: «Το τέκνον του βρυκόλακος» (1896). Μπορεί ο συγγραφέας του, ο Αχιλλέας Παράσχος, να γράφει στο τέλος «Καθ’ υπαγόρευσιν γραίας Λεβαδίτισσας», ωστόσο, σε αντίθεση με όλα τα άλλα διηγήματα της ανθολογίας, που θυμίζουν τοπικούς θρύλους, το «Τέκνον» θυμίζει έντονα ευρωπαϊκές κλασικές ιστορίες τρόμου.

Κατ’ αρχήν, σε αντίθεση και πάλι με όλα τα άλλα διηγήματα, δεν μαθαίνουμε αν ο βρικόλακας ήταν αμαρτωλός ή αφορισμένος στον πρότερο βίο του. Δεν είναι συγχωριανός κανενός, δεν τον βρίσκουν άλιωτο στο μνήμα του, η δε Εκκλησία δεν τον αφορά καν. Σαν τον Κόμη Δράκουλα μοιάζει να ήταν για πάντα βαμπίρ.

Γραμμένο σε άπταιστη καθαρεύουσα, το διήγημα έχει ως πρωταγωνίστρια μια ηλικιωμένη μαία, την οποία καλεί μετ’ επιτάσεως ένας άγνωστος μέσα στη νύχτα για να ξεγεννήσει τη γυναίκα του. «Εφερε μέλαιναν περιβολήν, είχε μαύρους και ζοφερούς τους οφθαλμούς, κόμην καταπίπτουσαν εις τους ώμους», είχε δε «ύφος τουλάχιστον ηγεμόνος». Η γλώσσα του Παράσχου είναι κρυστάλλινη: «Η νυξ ήτο ζοφερά, ουδέ εις αστήρ έλαμπεν επί του στερεώματος, δεν έβλεπον ουδέν ειμή σκότος», τα δε σκυλιά αλυχτάνε θρηνητικά όταν τους βλέπουν να περνούν.

Βαθιά μέσα σε μια σπηλιά, και ενώ ο άγνωστος τρώει πεινασμένος κόλλυβα, η μαία ξεγεννά τη γυναίκα που σφαδάζει. Προηγουμένως, ο αλλόκοτος άνδρας την έχει προειδοποιήσει: αν το παιδί γεννηθεί αγόρι θα κάνει την τύχη της· αν όμως γεννηθεί κορίτσι ή νεκρό, αλίμονό της.

«Ποιος σε έφερεν εδώ, δυστυχισμένη», της λέει η ετοιμόγεννη, η οποία της αποκαλύπτει πως ο άνδρας της είναι βρικόλακας που την απήγαγε και το παιδί είναι δικό του. Προς μεγάλη ανακούφιση της μαίας, γεννιέται αγόρι. Η γυναίκα τής λέει να το πνίξει.

Ας μην αποκαλύψουμε την έκβαση της εξαιρετικά καλοειπωμένης αυτής ιστορίας, που παραπέμπει σε ιστορίες τρόμου όπως του Μοπασάν ή του Θεόφιλου Γκοτιέ. Εδώ, λοιπόν, ο συνδυασμός της παραδοσιακής αγροτικής Ελλάδας ως σκηνικού συνδυάζεται αριστοτεχνικά με μια αφήγηση που ξεφεύγει σε ικανό βαθμό από το ηθογραφικό, νατουραλιστικό πλαίσιο των υπόλοιπων διηγημάτων (πολλά από τα οποία, ωστόσο, διαβάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον).

Ορθώς επισημαίνει στο επίμετρό του ο Γ. Θάνος ότι η «λογοτεχνία τρόμου (και κατ’ επέκταση ο βαμπιρικός μύθος) δεν αναπτύχθηκε ποτέ αυτοτελώς στην Ελλάδα». Ναι· αναφορές σε βαμπίρ βρίσκουμε στον Ξενόπουλο και στον Καρκαβίτσα αλλά και στον Παπαδιαμάντη, μα ώς εκεί.

Ο Γ. Θάνος σχολιάζει κάτι ακόμα ενδιαφέρον: οι βικτωριανές ιστορίες φαντασμάτων και βρικολάκων σε Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία ήταν ένα πρόταγμα «ενάντια στην απομάγευση του κόσμου». Στην Ελλάδα, όμως, την ίδια περίοδο δεν υπήρχε Βιομηχανική Επανάσταση. Το πρόταγμα ήταν αντίστροφο: για πρόοδο και ορθολογισμό. Τα στοιχειά και τα βαμπίρ μπορούσαν να περιμένουν.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT