Η προσφυγική ντροπή της Ευρώπης

11' 13" χρόνος ανάγνωσης

Το βιβλίο της Ιρλανδής δημοσιογράφου Σάλι Χέιντεν “My Fourth Time, We Drowned” είναι  ίσως το σημαντικότερο βιβλίο που έχει γραφτεί για την “προσφυγική κρίση” της τελευταίας δεκαετίας. Έβαλα το “προσφυγική κρίση” σε εισαγωγικά επειδή, από πολλές απόψεις, πρόκειται για μια εν μέρει τεχνητή κρίση. Ένα φαινόμενο που υπήρχε από πάντα, το οποίο κυβερνήσεις ευρωπαϊκών και άλλων χωρών κάποια στιγμή άρχισαν να αντιμετωπίζουν ως “κρίση” για άλλους, σοβαρούς εσωτερικούς λόγους. Σήμερα, καθώς η Ευρώπη εξακολουθεί να μην μπορεί να διαχειριστεί τις μεταναστευτικές ροές με ρεαλισμό, αποτελεσματικότητα, νηφαλιότητα και ανθρωπιά, είναι επιτακτική ανάγκη να διαβαστεί από όλες και όλους. Περιγράφει μια διαρκή ανθρωπιστική καταστροφή, για την οποία κύρια υπεύθυνη είναι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια ντροπή που μας αφορά όλους, και η οποία συνεχίζεται απρόσκοπτα.

Η έρευνα της δημοσιογράφου για το θέμα άρχισε το 2018, όταν ένας κρατούμενος σε ένα από τα “προσφυγικά κέντρα” της Λιβύης της έστειλε ένα μήνυμα στο Facebook. Ο κρατούμενος την είχε βρει από τον αδερφό του, που είχε παρακολουθήσει τη δουλειά της όταν έγραφε για την αμφιλεγόμενη δράση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στο Σουδάν. Ήθελε να της μιλήσει για τις συνθήκες που βίωνε μέσα στο “κέντρο”, το οποίο στην πραγματικότητα λειτουργούσε περισσότερο ως φυλακή ή ως στρατόπεδο συγκέντρωσης, ώστε να ενημερώσει τον κόσμο. Έτσι η Χέιντεν άρχισε μια διαδικτυακή επικοινωνία με αυτόν και δεκάδες άλλους πρόσφυγες που είχαν δοκιμάσει να ακολουθήσουν το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς μέσω της Λιβύης, περιμένοντας ένα πλοίο που θα τους μεταφέρει από τη Μεσόγειο στην Ευρώπη.

Η Σάλι Χέιντεν άρχισε να μοιράζεται αυτές τις ανταποκρίσεις στα social media, ενώ παράλληλα επιβεβαίωνε τις πληροφορίες που της έστελναν για τις φυλακές και τις συνθήκες πηγές της στα Ηνωμένα Έθνη και σε ΜΚΟ που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή. Πολλές από τις φωτογραφίες δεν τις μοιραζόταν, είτε εξαιτίας του εξαιρετικά σκληρού περιεχομένου, είτε επειδή περιλάμβαναν πληροφορίες και καταγγελίες που δεν μπορούσε να  επιβεβαιώσει. Αυτά που μπορούσε να επιβεβαιώσει, ωστόσο, και αυτά που είδε και αυτοπροσώπως σε διάφορα σημεία όπου ταξίδεψε, ήταν πολλά. Και σιγά σιγά οδήγησαν σε μια σειρά από σημαντικές δημοσιογραφικές αποκαλύψεις.

Από το 2017 η Ιταλία είχε υπογράψει ένα μνημόνιο συνεργασίας με τη Λιβύη (όπου μαινόταν εμφύλιος πόλεμος), το οποίο προέβλεπε πως το Λιβυκό λιμενικό είχε την υποχρέωση να πιάνει όλα τα πλοιάρια με πρόσφυγες που κατευθύνονται προς τις ιταλικές ακτές και να τα επιστρέφει πίσω στην αφρικανική χώρα. Το αντάλλαγμα θα ήταν λεφτά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέλαβε να χρηματοδοτεί, να εξοπλίζει και να εκπαιδεύει το Λιβυκό λιμενικό για να κάνει αυτή τη δουλειά. Οι πρόσφυγες, που είχαν ήδη περάσει μήνες ή και χρόνια σε αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Τρίπολη και άλλες πόλεις της Λιβύης, επέστρεφαν εκεί.

Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην περιγραφή των συνθηκών σε αυτά τα στρατόπεδα. Σε ένα από αυτά, το Μπανί Γουαλίντ, κρατούνταν 900 άνθρωποι, άνδρες γυναίκες και παιδιά, στοιβαγμένοι σε μια αποθήκη, με τρεις τουαλέτες. Εκεί τις ζωές τους όριζαν ομάδες ενόπλων που ελέγχονταν από διαβόητους μαφιόζους διακινητές. Ένας από τους διακινητές, ο Γουελίντ (πραγματικό όνομα: Τεγουέλντε Γκόιτομ), ήταν γνωστός για τον αριθμό των γυναικών που βίαζε. Μεταξύ άλλων εγκλημάτων, ο Γουελίντ βιντεοσκοπούσε τους βιασμούς και στη συνέχεια εκβίαζε τις γυναίκες ότι θα στείλει τα βίντεο στους συγγενείς τους. Πολλές έμειναν έγκυες από αυτούς τους βιασμούς. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ήταν επίσης ρατσιστής, με ιδιαίτερο μένος για τους Σομαλούς. Κάποτε, όταν ήξερε ότι είχε κακό καιρό, έστειλε επίτηδες στα ανοιχτά ένα καράβι γεμάτο μόνο με Σομαλούς. Το καράβι βούλιαξε. Ένας άλλος διακινητής, ο Κιντάν Ζεκαρίας Χαμπντεμαριάμ (γνωστός ως Κιντάν) ήταν διαβόητος για το ότι απολάμβανε το να βασανίζει πρόσφυγες που έκρινε ότι ήταν απείθαρχοι ή όταν δεν είχαν τα χρήματα που είχαν συμφωνήσει. Σε ένα άλλο από τα στρατόπεδα, το Τρικ Αλ Σίκα, οι φρουροί χώριζαν τα ζευγάρια και τους επέτρεπαν να βλέπονται μια φορά την εβδομάδα για δέκα λεπτά σε μια αυλή. Οι γυναίκες έφερναν ρούχα, χυμούς και μικροπράγματα στους άντρες τους -περιγράφει πώς μέσα στους χυμούς και τις οδοντόκρεμες έκρυβαν εξαρτήματα μικρών κινητών τηλεφώνων, τα οποία μετά οι άνδρες κρατούμενοι συναρμολογούσαν και φόρτιζαν από γυμνά καλώδια λαμπτήρων, για να μπορούν να επικοινωνούν.

Περιγράφει και την ιστορία μιας άλλης από της φυλακές της Αμπού Σαλίμ όπου, κάποια στιγμή, καθώς ο πόλεμος μαινόταν στη Λιβύη, οι φύλακες έφυγαν. Οι κρατούμενοι, που δεν ήξεραν πού να πάνε, έμειναν εκεί περιμένοντας κάποιο νέο από τους διακινητές ή από τον έξω κόσμο. Και έτσι χρειάστηκε να αυτοδιαχειριστούν τη φυλακή τους. Το πείραμα για μερικούς μήνες πήγε καλά. Έφτιαξαν μια επιτροπή για να συναποφασίζουν, και έκαναν μήτινγκς για να ενημερώνονται όλοι για τα θέματα. Έβρισκαν φαγητό και το μοίραζαν σε όλους. Μετέτρεψαν ένα άδειο δωμάτιο του συγκροτήματος σε χριστιανική εκκλησία για τους πιστούς που βρίσκονταν εκεί (οι περισσότεροι ορθόδοξοι από την Αιθιοπία και την Ερυθραία). Εκεί ήρθε και η UNHCR κάποια στιγμή και κατέγραψε τους κρατούμενους, και ήρθαν πολλές φορές και οι MSF και έφερναν φαγητό, φάρμακα, δώρα και βιβλία για τα παιδιά. Και άλλοι πρόσφυγες, από άλλα στρατόπεδα ή από τους δρόμους, άρχισαν να έρχονται εκεί -πολλοί με εμφανή τα τραύματα της εμπειρίας τους. Γυναίκες έγκυες από βιασμούς, κάποιες έχοντας κολλήσει HIV. Αλλά κάποια στιγμή, οι φρουροί επέστρεψαν, με τα όπλα τους. Και τα πράγματα γρήγορα χειροτέρεψαν πάλι.

Είναι χαρακτηριστική, δε, η περιγραφή του πώς μετά την παρέμβαση της Ευρώπης η φύση της “αγοράς” των διακινητών στη Λιβύη άλλαξε. Από αγορά διακίνησης έγινε κυρίως αγορά φυλάκισης και εκμετάλλευσης. Οι πρόσφυγες-κρατούμενοι πλήρωναν για τρόφιμα, απαραίτητα προϊόντα και υπηρεσίες μέσα στα στρατόπεδα. Συχνά τους χρησιμοποιούσαν ως εργατικό δυναμικό -τους νοίκιαζαν σε επιχειρήσεις που χρειάζονταν εργάτες κοντά στα στρατόπεδα, και το βράδυ επέστρεφαν εκεί. Πολλές φορές τους κακοποιούσαν και τους έβαζαν να στέλνουν μηνύματα στους συγγενείς τους, με φωτογραφίες από την κακοποίηση που υφίστανται, για να ζητήσουν λύτρα. Οι φύλακες επίσης έβγαζαν χρήματα παίρνοντας φακελάκια από οποιονδήποτε μπαινόβγαινε στα στρατόπεδα. Ανθρωπιστικές οργανώσεις που έκαναν δράσεις εμβολιασμού ή έφερναν ανθρωπιστική βοήθεια, έπρεπε να “λαδώσουν” τους υπεύθυνους για να αποκτήσουν πρόσβαση στους ανθρώπους, ακόμα κι αν είχαν τις απαραίτητες άδειες. Όταν οι μάχες στη Λιβύη γίνονταν πιο έντονες, οι ένοπλες ομάδες χρησιμοπούσαν τα στρατόπεδα ως κανονικά στρατόπεδα και τους πρόσφυγες ως ανθρώπινες ασπίδες. Και, βέβαια, τα στρατόπεδα εκβίαζαν διαρκώς τους κρατούμενους για να τους αφήσουν να φύγουν, να τους μεταφέρουν αλλού ή, τελικά, για να τους βάλουν στα καράβια. Τα οποία, αν και με μικρότερη συχνότητα, εξακολουθούσαν, βεβαίως, να φεύγουν.

Όλα αυτά η Χέιντεν τα περιγράφει μέσα από τις ιστορίες κάποιων από τους πρόσφυγες με τους οποίους διατηρούσε επικοινωνία καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρικού τους ταξιδιού. Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο νεαρός Εσέι από την Ερυθραία, ο οποίος έφυγε από τη ρημαγμένη χώρα του ως ανήλικος. To 2018 το 10% των πολιτών της Ερυθραίας είχαν φύγει, στην πλειοψηφία τους παιδιά σχολικής ηλικίας, που προσπαθούσαν να αποφύγουν την υποχρεωτική στράτευση (στην τελευταία τάξη του σχολείου τους έπαιρναν όλους) από τους αντάρτες, ή τους βιασμούς και τις σεξουαλικές επιθέσεις. Οι ιστορίες των προσφύγων δίνουν μια ανθρώπινη διάσταση στη φρίκη, καθότι συνήθως εμείς στη Δύση τους έχουμε στο μυαλό ως μια μονοδιάστατη μάζα φτωχών και καταφρονεμένων, ως καρικατούρες. Η Χέιντεν τους γνώρισε (κάποιους τους συνάντησε και προσωπικά) και μας τους περιγράφει ως άτομα, ως οντότητες, με όνειρα, συναισθήματα, γνώσεις, δεξιότητες και αδυναμίες. Και ως ανθρώπους που είχαν αντέξει, υποφέρει και επιβιώσει από συνθήκες και εμπειρίες που τις περισσότερες και τους περισσότερους από εμάς θα μας είχαν τσακίσει. Μαθαίνουμε διάφορα πράγματα γι’ αυτούς, όπως το πώς χρησιμοποιούν τα σόσιαλ μίντια και τα κινητά για να επικοινωνούν και να ενημερώνονται (κρύβοντας με ευφάνταστους τρόπους τις κάρτες SIM στο σώμα τους, μεταξύ άλλων), ή το πού, πραγματικά, βρίσκουν όλα αυτά τα χρήματα για να πληρώνουν τους διακινητές (όλες και όλοι χρωστάνε χιλιάδες σε συγγενείς, με την υπόσχεση να τους τα επιστρέψουν όταν φτάσουν στην Ευρώπη και βρουν δουλειά).

Τελικά, όμως, η εικόνα που μένει είναι μια εικόνα φρίκης. Αποθήκες ψυχών στις οποίες στοιβάζονται και κακοποιούνται άνθρωποι μέσα από μια διαδικασία που, ουσιαστικά, έχει στήσει και χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως ίσως ξέρετε, όλες οι χώρες της Ευρώπης (και η Ελλάδα) έχουν υπογράψει τη “Διεθνή Σύμβαση για τους Πρόσφυγες” του 1951. Σύμφωνα με αυτή: 

Δεν επιτρέπεται να τιμωρούν πρόσφυγες που μπαίνουν στη χώρα τους παράνομα, εφόσον ζητούν άσυλο.

Δεν επιτρέπεται να τους στέλνουν πίσω σε μέρη στα οποία μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο.

Είναι υποχρεωμένες να τους προσφέρουν βοήθεια και προστασία.

Παραδοσιακά όλα τα ευρωπαϊκά κράτη τηρούσαν αυτούς τους κανόνες. Και στην αρχή της “κρίσης” πριν από περίπου δέκα χρόνια, το ίδιο έκαναν.

Στις 3 Οκτωβρίου του 2013, στα ανοιχτά του νησιού Λαμπεντούζα στην Ιταλία, ένα πλοιάριο που μετέφερε πάνω από 500 πρόσφυγες έπιασε φωτιά και βούλιαξε. Μόλις 155 άνθρωποι σώθηκαν -μόνο 5 από τις 80 γυναίκες που επέβαιναν στο πλοίο. Ολόκληρος ο κόσμος συγκλονίστηκε από την τραγωδία. Για να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, η Ιταλία σχεδίασε και υλοποίησε ένα πρόγραμμα εντοπισμού και διάσωσης πλοιαρίων στη Μεσόγειο ονόματι Mare Nostrum -μέσα σε τρεις εβδομάδες. Την επόμενη χρονιά, χάρη σε αυτό έσωσε 150.000 μετανάστες και πρόσφυγες. Με κόστος 9 εκατομμύρια ευρώ το μήνα. Μετά, όμως, κάτι άλλαξε.

Οι αντιπολιτευτικές φωνές εντός της χώρας, κυρίως από την ακροδεξιά, αλλά και πιο μετριοπαθείς φωνές που τόνιζαν ότι και η υπόλοιπη Ευρώπη πρέπει να αναλάβει μέρος του κόστους, οδήγησαν στο τέλος του Mare Nostrum. Σταμάτησε το Νοέμβριο του 2014. Αντικαταστάθηκε από την Ευρωπαϊκή επιχείρηση “Τρίτων”, που επιχειρούσε όμως μέχρι 30 μίλια από τις Ιταλικές ακτές και είχε πολύ μικρότερο μπάτζετ. Μέσα σε λίγους μήνες οι θάνατοι δεκαπλασιάστηκαν. Τον Απρίλιο του 2015, σε δυο άλλα μεγάλα ναυάγια, χάθηκαν 1100 άνθρωποι. Τον επόμενο μήνα ξεκίνησε η επιχείρηση “Σοφία” της Ε.Ε., η οποία είχε πιο επιθετικό χαρακτήρα. Αυτή τη φορά, κατάστρεφαν τα πλοιάρια που έστελναν οι διακινητές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι διακινητές να στέλνουν πιο φτηνά και ανασφαλή πλοιάρια, και ως εκ τούτου τα ναυάγια να αυξάνονται.

Και βέβαια μετά και το κλίμα στην Ευρώπη άρχισε να αλλάζει δραματικά. Οι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις κέρδισαν δυνάμεις σε πολλές χώρες, βάζοντας το θέμα της μετανάστευσης πολύ ψηλά στην ατζέντα τους, ακόμα και σε χώρες που αντιμετώπιζαν άλλα, πολύ σοβαρότερα προβλήματα, ακόμα και σε χώρες που δεν έχουν καθόλου μετανάστευση, όπως η Ουγγαρία. Οι ακροδεξιές φωνές ήταν δυνατές, και ο κίνδυνος της πολιτικής ανόδου δυνάμεων που σε κάποιες περιπτώσεις (όπως στη Γερμανία) είναι ακραίες και επικίνδυνες μεγάλος. Το πολιτικό mainstream της ηπείρου αντέδρασε με αμηχανία στην αρχή, και μετά με απόλυτη υποτέλεια. Σήμερα η ρητορική ακόμα και των προοδευτικών κομμάτων της ηπείρου δεν διαφέρει σε τίποτε από αυτά που λένε οι ακροδεξιοί. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η συμφωνία με τους διεφθαρμένους πολέμαρχους της Λιβύης και το Λιβυκό λιμενικό που συνεργαζόταν με τους διακινητές πέρασε χωρίς να ενοχληθεί κανείς. Μολονότι ήξεραν.

Η Ευρώπη ήξερε τι συμβαίνει στη Λιβύη. Γνώριζε ότι τουλάχιστον 7.000 πρόσφυγες βρίσκονταν ανά πάσα στιγμή κρατούμενοι σε 24 επίσημα και αναρίθμητα ανεπίσημα στρατόπεδα, υπό άθλιες συνθήκες, σε μια απάνθρωπη ομηρία. Τον Ιανουάριο του 2017 η Άνγκελα Μέρκελ, καγκελάριος της Γερμανίας, είχε λάβει μια λεπτομερή αναφορά από τη γερμανική πρεσβεία του Νίγηρα, όπου περιγράφονταν με λεπτομέρειες όσα συνέβαιναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Λιβύης. Αρμοδιος Επίτροπος της Κομισιόν την περίοδο 2014-2019 ήταν ο Έλληνας Δημήτρης Αβραμόπουλος, ο οποίος αργότερα παραδέχτηκε δημόσια σε συνέντευξή του στο βρετανικό Channel 4 πως οι συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Λιβύης ήταν απαράδεκτες, και πως το να πληρώνει η Ε.Ε. για να εκπαιδεύσει το Λιβυκό λιμενικό για να επιστρέφει τους πρόσφυγες σε αυτά τα στρατόπεδα είναι “ειρωνικό”. Παρ’ όλα αυτά, το 2017 η Ιταλία (όπου έρχονταν εκλογές, και οι ακροδεξιοί έπαιρναν κεφάλι) υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με αυτή τη χώρα. Και η Ε.Ε. ανέλαβε να χρηματοδοτεί και να εκπαιδεύει το Λιβυκό λιμενικό για να τους πιάνει και να τους επιστρέφει εκεί. Στην κόλαση. Μέχρι τα τέλη του 2017, μέσα σε ένα χρόνο, ο αριθμός των ανθρώπων που κρατούνταν σε αυτά τα μέρη είχε φτάσει τους 17.000. “Έχουν μετατρέψει τους ανθρώπους σε παιχνίδι πολιτικής”, έλεγε ο γενικός γραμματέας των Γιατρών χωρίς Σύνορα Ζερόμ Ομπερέι. “Είναι η προσφυγική ντροπή της Ευρώπης”.

Στο βιβλίο η Σάλι Χέιντεν αγγίζει και άλλα θέματα. Αναδεικνύει την πολύ προβληματική δράση πολλών διεθνών οργανισμών -και της UNHCR- στη Λιβύη, αλλά και την προβληματική δράση των ΜΚΟ. Η ίδια ακολούθησε ένα από τα διασωστικά καράβια μιας ΜΚΟ που προσπαθούσε να σώσει ναυαγούς ή σκάφη διακινητών που αντιμετώπιζαν πρόβλημα στη Μεσόγειο και χαρακτήρισε την προσπάθεια “χαοτική”, περιγράφοντας την έλλειψη επαγγελματισμού και διάφορα διαδικαστικά και άλλα προβλήματα. Γράφει και το πού κατέληξαν πολλοί από τους πρόσφυγες με τους οποίους διατηρούσε επικοινωνία, αλλά και το τι απέγιναν τελικά οι διαβόητοι διακινητές, ο Γουελίντ και ο Κιντάν. Αλλά το βασικό μήνυμα που περνά, είναι ακριβώς αυτό: ότι εδώ και πολλά χρόνια συμβαίνει μια ανθρωπιστική καταστροφή με ιλιγγιώδες ανθρώπινο κόστος, την οποία δεν ανέχεται απλά η Ευρώπη, αλλά τη συντηρεί, τη στηρίζει και συνεχίζει να τη χρηματοδοτεί.

Κάποια στιγμή, η Χέιντεν μίλησε με τον 70άχρονο δήμαρχο του Παλέρμο Λεολούκα Ορλάντο, γνωστό για τη μάχη του κατά της μαφίας. “Αυτό που συμβαίνει στη Λιβύη είναι μια ντροπή για την Ιταλία, μια ντροπή για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια ντροπή για τα κράτη της Ευρώπης”, είπε ο δήμαρχος. “Μια γενοκτονία συμβαίνει στη Λιβύη και στη Μεσόγειο”. Και σε αυτούς που αντιδρούν με δήθεν νηφάλια επιχειρήματα του τύπου “και πού να τους βάλουμε, αν έρθουν όλοι εδώ”;

“Ένα εκατομμύριο, δύο εκατομμύρια, τέσσερα εκατομμύρια. Νομίζεις ότι η Ευρώπη δεν τους χωράει;” έλεγε ο δήμαρχος. “Εγώ λέω ότι τους χρειάζεται. Πεθαίνουμε. Η Ευρώπη πεθαίνει. Πρέπει να στείλουμε το μήνυμα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο μια ένωση τραπεζών, αλλά μια ένωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων”.

Το Νοέμβριο του 2022, το μνημόνιο συνεργασίας ανάμεσα στην Ιταλία και τη Λιβύη ανανεώθηκε για άλλα τρία χρόνια, παρ’ όλες τις αντιδράσεις και όσα είχαν γίνει γνωστά. Δεν ασχολήθηκε κανείς.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT