Φόρος στη φιλοδοξία;

5' 12" χρόνος ανάγνωσης

«Η αγγλική εργατική τάξη», σύμφωνα με τον Τζορτζ Οργουελ, «είναι σεσημασμένη από τη γλώσσα». «Είναι αδύνατον για έναν Αγγλο να ανοίξει το στόμα του χωρίς να τον αντιπαθήσει κάποιος άλλος Αγγλος», σημείωσε ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Ο,τι είπαν οι δύο συγγραφείς, ο ένας απόφοιτος του Ιτον και ο άλλος μορφωμένος κατ’ ιδίαν στην Ιρλανδία, είναι βάσιμα το 2024. Δυστυχέστατα, αν σκεφτεί κάποιος ότι τα παραπάνω ειπώθηκαν το 1941 και το 1916 αντίστοιχα.

Ο Κιρ Στάρμερ, πριν γίνει πρωθυπουργός, είχε εισηγηθεί την ένταξη μαθημάτων ορθής ομιλίας και ευγλωττίας στα κρατικά σχολεία, μια κοινή πρακτική στην ιδιωτική εκπαίδευση. «Η ανικανότητα να εκφραστεί κάποιος με ευκρίνεια και σαφήνεια αποτελεί τροχοπέδη στην κοινωνική ανέλιξη», είχε τονίσει.

Σωστό. Να εξωραϊστεί η ομιλία για όλα τα παιδιά της χώρας. Να μιλάς κατανοητά, με αυτοπεποίθηση και καλή σύνταξη είναι ένα αβαντάζ για την πλοήγηση στον κόσμο. Οι μαθητές να αρθρώνουν σαν απόφοιτοι του Ιτον και ακόμη καλύτερα, θα πρόσθετα, να σκέφτονται και αντίστοιχα, φιλόδοξα. Τίποτα να μη θεωρούν ότι αποτελεί εμπόδιο στον δρόμο τους.

Ενα χρόνο αργότερα, ο Στάρμερ, ηγείται χωρίς ακόμη να πολυπιστεύει στην πρωτοκαθεδρία του. Σαν πρωτάκι γλιστράει σε γλωσσικό, φροϋδικού τύπου, ολίσθημα αποκαλώντας –πέντε φορές– τον Σούνακ πρωθυπουργό και κατόπιν δρομολογεί 20% φόρο στην ιδιωτική εκπαίδευση. Ενα μέτρο που αποσκοπεί στο 1,6 δισ. λίρες που θα χρηματοδοτήσουν τη πρόσληψη 6.500 δασκάλων κρατικής εκπαίδευσης. Δίκαιο χαρακτηρίζεται από κάποιους, πολιτική του φθόνου από κάποιους άλλους, «φόρος στη φιλοδοξία» από την αντιπολίτευση.

Κανείς δεν αρνείται ότι τα κρατικά σχολεία χρειάζονται χρηματοδότηση. Τα κίνητρα όμως της φορολόγησης της ανεξάρτητης εκπαίδευσης που χρησιμοποιήθηκε ως σκάλα ανέλιξης, μέσω υποτροφιών, από την εργατικότερη των κυβερνήσεων είναι, κατά την άποψή μου, εντελώς ασαφή. Αλλά η πολιτική φιλοδοξία λειτουργεί αλλιώς και έχει συνήθως τρεις μορφές· είτε τη μορφή προσωπικής ανέλιξης, είτε την απασχόληση με τα συμφέροντα της παράταξης, είτε τη μορφή αρωγής σε ένα μεγαλόπνοο ανέβασμα του πήχεος για το κοινωνικό σύνολο.

Στη θέση του Στάρμερ θα το επεξεργαζόμουν, με μεγάλη ευχαρίστηση και προσωπικό κίνητρο, πιο ριζοσπαστικά. Θα ακύρωνα τις εισαγωγικές εξετάσεις για τα δύσκολα επιθυμητά ιδιωτικά σχολεία της χώρας και, παράλληλα, θα καταργούσα τα ελίτ οικοτροφεία. Μεμιάς θα συνέτριβα τις κηδεμονικές και γονικές φιλοδοξίες, και θα τάραζα συθέμελα τους στενούς δεσμούς ενός ολόκληρου κατεστημένου. Το πλάνο όμως του Στάρμερ, όπως ισχυρίζεται και επιμένει, δεν είναι ιδεολογικό ούτε τιμωρητικό.

Καμία έκπληξη δεν αποτελεί ότι η διεύθυνση του Ιτον, συμπαθητικό ως παράδειγμα για τη σκιαγράφηση αντίστοιχων –υψηλού στάτους– σχολείων, πήρε τον λογαριασμό –63.000 λίρες ανά μαθητή– χωρίς να ρίξει καμία δεύτερη ματιά και τον πάσαρε απευθείας στους γονείς. Λογικό, είναι μερικά ιδρύματα που θα μπορούσαν να διπλασιάσουν τα δίδακτρα και ακόμη να έχουν γεμάτες λίστες αναμονής. Ωστόσο, δεν υπάρχουν μόνον αυτά τα σχολεία.

Ιδιωτικά εκπαιδεύεται το 7%, περίπου 615.000 μαθητές φοιτούν σε περισσότερα από 2.500 σχολεία. Υπάρχει μια μεγάλη βεντάλια. Από τη μία, η εικόνα των σχολείων, μετριούνται στα δάκτυλα, με τις περιποιημένες στολές, τα πράσινα γήπεδα και τις εγκαταστάσεις της έκτασης του Χάιντ Παρκ. Από την άλλη, η αντίθετη όψη, η γκρίζα εικόνα σχολείων υποβαθμισμένων περιοχών με ρημαγμένες εγκαταστάσεις, συστεγασμένα σε ένα χώρο λατρείας – σκέφτομαι τα θρησκευτικά μουσουλμανικά, εβραϊκά κ.ά. ιδιωτικά σχολεία με δίδακτρα 3.500 λιρών.

Στην πλειονότητα οι γονείς πιέζονται για να αντεπεξέλθουν στο βάρος των διδάκτρων. Η κυβέρνηση παίρνει το ρίσκο να μην υπάρχει άλλη επιλογή παρά η μετακίνηση στο κρατικό σύστημα, και τότε τι θα γίνει; Είναι έτοιμο το σύστημα να υποδεχτεί άλλους 90.000 μαθητές –ήτοι το 15%– όσων προέρχονται από οικογένειες με εισόδημα χαμηλότερο του μέσου όρου;

Θα ήταν ωραίο η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πραγματικό πρόβλημα: τις ανισότητες των κρατικών σχολείων, που εκπαιδεύουν το 93% των μαθητών.

Θα ήταν ωραίο η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πραγματικό πρόβλημα: τις ανισότητες των κρατικών σχολείων, που εκπαιδεύουν το 93% των μαθητών. Ανταγωνιστικά κρατικά σχολεία υπάρχουν πολλά και είναι πολύ καλύτερα από τα μέτρια ιδιωτικά. Αυτά όμως βρίσκονται στις μεσοαστικές περιοχές και αποκλείουν πάλι τους φτωχότερους, όσους δεν ζουν στην περιοχή. Σε αυτή την περίπτωση, η πρόσληψη 0,3 δασκάλας που αναλογεί ανά σχολείο, μακάρι, αλλά δεν νομίζω να κάνει τεράστια διαφορά.

Κάποια σχολεία θα ήθελαν να απορροφήσουν την επιβάρυνση του 20%, αλλά ρεαλιστικά είναι αδύνατον. Κάποια άλλα σχολεία θα το απορροφήσουν, όμως, από το πρώτο πράγμα που θα απαλλαγούν, για να επιβιώσουν, είναι οι υποτροφίες για τους ακαδημαϊκά δυνατούς και οικονομικά ασθενέστερους μαθητές.

Θα αποσυναρμολογηθεί έτσι ένα σύστημα υποτροφιών, που φέτος είναι στο απόλυτο ζενίθ (1,4 δισ.). Με αυτά και με αυτά, θα αφαιρεθεί η σκάλα ανέλιξης για τους επόμενους γιους εργατών. Γιατί από τον θώκο επιδοκιμάζεται –ξανά και ξανά– ο «χειρώνακτας πατέρας» Στάρμερ, αλλά ο θώκος υποδέχτηκε τον γιο λόγω της παιδείας του.

Τώρα, όλο το θέμα που συζητάμε προσκρούει σε κάτι γηγενές, βαθύτερο και διαστρεβλωμένο. Στη σύγχρονη βρετανική κοινωνία, παρατηρώ ότι η «ελίτ» είναι πάντα «άλλοι». Η σύγχρονη ελίτ κατατάσσει και σκιαγραφεί τον εαυτό της ως απλό, καθημερινό, προσιτό. Προσποιούνται, συχνά, ταπεινό ξεκίνημα και είναι υπέρμαχοι της κοινωνικής κινητικότητας και των ίσων ευκαιριών.

Το δίκαιο παιχνίδι και η αξιοκρατία είναι δύο πολύ ισχυρές ιδέες στη χώρα. Γνωρίζουν, όμως, ότι παραμένουν θεωρητικές. Ολοι εκτιμούν περισσότερο όποιον δούλεψε σκληρά για την επιτυχία του. Αυτή είναι η αξιοκρατική ελίτ που όλοι επιδοκιμάζουν, μπράβο λένε, γνωρίζοντας πάντως ότι ισχύει, δυστυχέστατα, ό,τι ίσχυε πάντα. Η καλή παιδεία, οι οικογενειακές διασυνδέσεις και η στρωτή ομιλία δίνουν προβάδισμα.

Ο μόνος πρωθυπουργός που θα μπορούσε να εισηγηθεί τη φορολόγηση της παιδείας χωρίς να κατηγορηθεί για ιδεοληψία και για εκδικητική συμπεριφορά θα ήταν ο Συντηρητικός, αυτοδημιούργητος, εργατικότερος όλων, Τζον Μέιτζορ. Ο πατέρας Μέιτζορ τυφλώθηκε και έχασε το νόημα στη ζωή του στερούμενος την εργασία του ως διασκεδαστή σε μιούζικ χολ. Η πενταμελής οικογένεια μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα δυο δωματίων, με κοινόχρηστο μπάνιο (τρία πατώματα χαμηλότερα), στο Μπρίξτον. Ποτέ δεν πήγαν διακοπές, ούτε για ένα Σαββατοκύριακο.

Ο μικρός Μέιτζορ, φορώντας μια στολή πολύ στενή για το μέγεθός του, επιβιβαζόταν στο τρένο για μια διαδρομή μιάμισης ώρας μέχρι το σχολείο. Το παράτησε στα δεκαπέντε και ήξερε τότε, είπε σε συνέντευξη, ότι «έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή». «Στην πολιτική είδα μια ψηλή σκάλα και σκέφτηκα ότι μπορώ να την ανέβω», συνέχισε, «ήμουν ανταγωνιστικός ως αουτσάιντερ». Και τα κατάφερε. Ανέβηκε τη σκάλα, τόσο εξωσυστημικά και ταπεινά ώστε χρειάστηκε να νοικιάσει σακάκι για να παρευρεθεί στο πρώτο δείπνο ως υπουργός Εξωτερικών και σκέφτηκε να πουλήσει το αυτοκίνητό του για να μπορέσει να γίνει πρωθυπουργός.

*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT