«Αν ο πατέρας μου μάθαινε ότι ο δάσκαλος μου ‘ριξε κάνα χαστούκι, ο πατέρας μου μού ‘ριχνε άλλα δέκα γιατί μου έλεγε “για να σε δείρει ο δάσκαλος κάτι κακό έκανες”». Αυτά τα λόγια δεν τα εκστόμισε κάποιος χαρακτήρας του Λάμπρου Κωνσταντάρα σε ταινία της δεκαετίας του ’60. Πρόκειται για δήλωση του εν ενεργεία υπουργού Δικαιοσύνης. Με αυτή τη γραφική αναδρομή στο προσωπικό του παρελθόν επέλεξε ο Γιώργος Φλωρίδης να τοποθετηθεί ως νομικός και μέλος της κυβέρνησης στο θέμα των αλλεπάλληλων περιστατικών βίας ανηλίκων το 2024. Η θέση του υπουργού, έμπλεη παρωχημένων στερεοτύπων και ψυχολογικών τραυμάτων μεταβολισμένων ως σοφών διδαχών, δεν είναι πρωτότυπη. Απηχεί την απαρχαιωμένη, αλλά συνηθισμένη αντίληψη που απαντάει κυρίως σε συντηρητικούς κύκλους ηλικιωμένων ανθρώπων, πως για κάθε ηθική στρέβλωση φταίει τάχα το χαστούκι που δεν δόθηκε εγκαίρως στον ηθικά στρεβλωμένο. Από το μυαλό του υπουργού δεν πέρασε ούτε η πιο στοιχειώδης υπόθεση πριν κοινοποιήσει το διδακτικό του παράδειγμα: ίσως και να μην είναι ιδιαίτερα σοφό να αναλύουμε τη βία με όρους που αντί να την απορρίπτουν, τη δικαιώνουν· ίσως ό,τι ορίζουμε ως παθογένεια των άλλων, ειδικά των ανηλίκων, να είναι κάτι που με το παράδειγμά μας ενισχύουμε και διαιωνίζουμε. Ισως.
Πειθαρχία και πειθάρχηση
Το σκεπτικό Φλωρίδη ξεκίνησε από την παράμετρο της σχολικής πειθαρχίας. Ολα έχουν να κάνουν με τον σεβασμό στον δάσκαλο, λέει ο υπουργός, επισημαίνοντας πως στη δική του περίπτωση αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να βγει από τη φτώχεια. Ας προσπεράσουμε την επικίνδυνη επιλογή του να διαμορφώσει άποψη στη βάση του προσωπικού του βιώματος· ας προσπεράσουμε την κοντόφθαλμη θέαση του κόσμου ως παρακολουθήματος της εμπειρίας του. Το πρόβλημα εν προκειμένω δεν είναι η αυτοαναφορικότητα, αλλά το γεγονός ότι το προτασσόμενο υπόδειγμα είναι εκτός πραγματικότητας: δεν βρισκόμαστε στη μεταπολεμική Ελλάδα του ’50 και του ’60 για να μιλάμε περί εξόδου από τη φτώχεια, λες και οι επιλογές μας είναι η φάμπρικα στη Γερμανία ή η τυφλή υπακοή στο αλάθητο του βίαιου εξουσιαστή. Σκοπός του σχολείου είναι να μορφώσει και να διαπαιδαγωγήσει σε πλαίσιο επιστημονικό και ευρωπαϊκό, όχι να ξορκίσει τις συμφορές με στειλιάρι και φοβέρα. Η εικόνα του μαθητή που υποτάσσεται στη θέληση του δασκάλου υπό τον φόβο της σωματικής βίας δεν παραπέμπει στην πειθαρχία ως αρετή, αλλά στην πειθάρχηση ως καταναγκασμό. Αλήθεια, φαντάζεται ο υπουργός ότι αυτό που λείπει σήμερα από τη σχέση του σχολείου με τους μαθητές είναι μερικά χαστούκια; Είναι αυτά ένας δόκιμος τρόπος κατάκτησης σεβασμού; Τότε γιατί μας προβληματίζει η νεανική βία; Σεβασμό επιχειρούν να εμπνεύσουν και οι νέοι που πλακώνουν στο ξύλο άλλους νέους.
Τα άκρα και η μέση
Η πειθαρχία, η επίγνωση και η ανάληψη της ευθύνης, η αναγνώριση της αυθεντίας και η σοβαρότητα δεν είναι ξεπερασμένες έννοιες. Η ιδέα όμως ότι οι ανήλικοι μπορούν να τις αφομοιώσουν μόνο ή κυρίως διά της βίας είναι όντως ξεπερασμένη, αλλά και νοσηρή. Ως προς την αποτελεσματικότητά της, δε, δεν διαφέρει από το άλλο ιδεολογικό άκρο, εκείνο της απόλυτης επιτρεπτικότητας, το οποίο θεωρεί οριακά φασιστικής έμπνευσης κάθε κανόνα και περιορισμό. Και τα δύο αντιληπτικά σχήματα είναι υπερβολικά και, ως τέτοια, μη παραγωγικά· όσο περισσότερη στήριξη βρίσκουν, τόσο θα παραμερίζεται ο ενδιάμεσος χώρος, εκείνος που αναγνωρίζει στους νέους ελευθερία μεν, αλλά εντός σαφούς πλαισίου. Η εμμονή πάντως με το σχολικό περιβάλλον είναι ελαφρώς παραπλανητική. Η βίαιη συμπεριφορά των νέων δεν περιορίζεται στη σχολική αίθουσα, ούτε ξεκινάει από αυτήν· εκεί καταλήγει. Οι κουβέντες λοιπόν που εξαντλούνται στο χρέος των δασκάλων είναι οι εύκολες κουβέντες που αφήνουν απ’ έξω έναν ολόκληρο κόσμο δυσκολίας: αυτόν που κρύβεται επιμελώς πίσω από τα σεβάσμια οικογενειακά τείχη και την πολιτικά νομιμοποιημένη περιφρόνηση του νόμου. Μέχρι το κράτος να αποκτήσει το θάρρος να ρυθμίσει τα τελευταία, οι σπαραξικάρδιες τηλεοπτικές εξομολογήσεις υπουργών περισσεύουν.