Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ

3' 30" χρόνος ανάγνωσης

Οι κοινοβουλευτικές εκλογές της Αυστρίας ήταν το τελευταίο επεισόδιο στη μακρά πια σειρά εκλογών στην Ευρώπη που συνδυάζονται με νίκη της Ακροδεξιάς. Αυτή τη φορά, το κόμμα που φέρεται να κέρδισε τις εκλογές ήταν το Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ), που έγινε γνωστό ως ένα από τα πρώτα επιτυχημένα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1990, με αρχηγό τον Γεργκ Χάιντερ. Με ποσοστό 29%, το FPÖ κατέλαβε την πρώτη θέση στις εκλογές και έτσι άρχισε η συζήτηση για το αν και κατά πόσον θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση. Για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να βρει είτε στήριξη είτε ανοχή από άλλα κόμματα εντός της αυστριακής Βουλής. Για την ώρα, αυτό το ενδεχόμενο μοιάζει μάλλον απίθανο.

Υπό μία έννοια, το FPÖ πληρώνει το τίμημα της επιτυχίας του. Ο κύριος λόγος που τα υπόλοιπα κόμματα και κυρίως το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP) δήλωσαν άμεσα την άρνησή τους να συνεργαστούν με το FPÖ για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι πως το FPÖ θα ήταν το μεγαλύτερο κόμμα ενός ενδεχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού, συνθήκη που μοιάζει αναγκαία και ικανή ώστε να είναι και αυτό που θα επιλέξει τον καγκελάριο της κυβέρνησης. Μολονότι υπάρχουν εξαιρέσεις, ένας άγραφος αλλά σχεδόν απαράβατος νόμος στις κυβερνήσεις συνεργασίας είναι πως ο πρόεδρος της κυβέρνησης προέρχεται από το κόμμα που έλαβε τις περισσότερες ψήφους. Αν το FPÖ είχε έρθει δεύτερο, με πρώτο το ÖVP, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι δεν θα είχαν ήδη ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ των δύο κομμάτων.

Και εδώ κάπου μπαίνει πάλι το ερώτημα: πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτά τα κόμματα από το υπόλοιπο κομματικό σύστημα; Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη. Αρκεί να αντιπαραβάλει κανείς στην αυστριακή περίπτωση το παράδειγμα της Μελόνι στην Ιταλία. Εκεί, η Ακροδεξιά βρήκε γρήγορα πρόθυμους συνεργάτες στο δεξί άκρο του ιδεολογικού φάσματος, ενώ ο εναγκαλισμός της από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έφερε την ίδια και το κόμμα της από το περιθώριο στον πυρήνα αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πότε άραγε κινδυνεύουμε περισσότερο; Οταν εξοστρακίζουμε αυτά τα κόμματα από το πεδίο λήψης αποφάσεων ή όταν τους ανοίγουμε την πόρτα της εξουσίας;

Μπορεί τα ίδια τα ακροδεξιά κόμματα να χάνουν μακροπρόθεσμα από τη συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας, οι ιδέες τους όμως βγαίνουν κερδισμένες.

Με μια πρώτη, κυνική, ματιά, η απάντηση φαίνεται να είναι πως η καλύτερη λύση είναι η δεύτερη. Δεν υπάρχει πιο σίγουρη συνταγή αποτυχίας για τα ακροδεξιά κόμματα από την ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων. Πολλές συγκριτικές μελέτες δείχνουν ότι εκεί όπου αυτά τα κόμματα πήραν κυβερνητικά πόστα είδαν και τα μετέπειτα εκλογικά ποσοστά τους να κατρακυλούν, κλυδωνίζοντας πολλές φορές την ίδια τους την ύπαρξη. Υπό μία έννοια, μια τέτοια εξέλιξη φαντάζει λογική: όταν έχεις στηρίξει την υπόστασή σου ως ένα κόμμα που αντιμάχεται το σύστημα και τις ελίτ, η ανάληψη κυβερνητικών θώκων αλλοιώνει τόσο το αφήγημα όσο και την εικόνα σου. Το παράδειγμα των ΑΝΕΛ είναι μόνον ένα από τα πολλά τέτοια παραδείγματα στην Ευρώπη.

Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη μάς λέει ότι η θεσμική ενσωμάτωση αυτών των κομμάτων οδηγεί και στην κανονικοποίηση των θέσεών τους, αρχικά εντός των ελίτ και μετέπειτα εντός της κοινωνίας. Προσοχή: όχι υιοθέτηση – αυτή μπορεί κάλλιστα να προϋπάρχει εντός της κοινωνίας. Αυτό που εδώ έχει σημασία είναι η αποστιγματοποίηση αυτών των θέσεων, η κοινή πεποίθηση πως η δημόσια και ανερυθρίαστη έκφρασή τους όχι απλώς δεν κάνει μια συζήτηση άβολη, αλλά είναι πια ο κανόνας. Η αλυσίδα συνήθως λειτουργεί ως εξής: η Ακροδεξιά φέρνει στο τραπέζι μια στάση για κάποιο θέμα, για παράδειγμα το μεταναστευτικό. Η στάση αυτή διακατέχεται από στερεοτυπικές έως ακραιφνώς ρατσιστικές αναφορές, σε βαθμό που έρχεται σε αντιπαλότητα με βασικές νόρμες που διέπουν τις σύγχρονες δημοκρατίες. Ετσι, η δημόσια υποστήριξη των θέσεων αυτών παραμένει στο περιθώριο. Η σύναψη συνεργασιών συνεπάγεται άμεση ή έμμεση επικρότηση αυτών των θέσεων από τους υπόλοιπους εταίρους, τουλάχιστον κάποιοι εκ των οποίων δρουν εντός του συνταγματικού τόξου. Η συμμετοχή των ακροδεξιών κομμάτων σε κυβερνήσεις συνεργασίας λειτουργεί έτσι σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις απόψεις τους. Και κάπως έτσι μπορεί τα ίδια τα ακροδεξιά κόμματα να χάνουν μακροπρόθεσμα από τη συμμετοχή τους στα κέντρα εξουσίας, οι ιδέες τους όμως βγαίνουν κερδισμένες.

*O κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT