«Δεσποινίς, σας συμπαθώ»

1' 58" χρόνος ανάγνωσης

Δεν είχε μονάχα η Αθήνα, και ειδικά η περιοχή της Ομόνοιας, παραβατικά στοιχεία. Υπήρχε και ο λεγόμενος «τρομοκράτης των εμπορικών καταστημάτων», που χτυπούσε στον Πειραιά της δεκαετίας του ’30. Ο χαρακτηρισμός, με σημερινά δεδομένα, είναι τελείως υπερβολικός. Αλλά στα προπολεμικά χρόνια φαίνεται πως άντεχε μια χαρά.

«Επί ένα εικοσαήμερο είχε τρομοκρατήσει την αγορά», γράφει ο Θωμάς Σιταράς στο «Εγχειρίδιο του καλού απατεώνα. Η εξέλιξη των “παστρικοχέριδων” μέσα από τον ελληνικό Τύπο (1832-1940)», εκδ. iWrite. Στο βιβλίο δημοσιεύεται φωτογραφία ενός κομψότατου νέου, με κοστούμι και γραβάτα, καθώς και ωραιότατη ρεπούμπλικα, στα ανδρικά πρότυπα της εποχής. Λεπτός, φροντισμένος και προσεγμένος, δεν μαρτυρεί πουθενά ότι πρόκειται για «σεσημασμένο λωποδύτη και διαρρήκτη».

Το όνομα αυτού, Σπύρος Μπαξεβάνης ή Κρεάδης, ετών τριάντα, κάτοικος του συνοικισμού Ταμπουριών, οδός Αγίου Δημητρίου 27. Τα ρεπορτάζ της εποχής, όπως τα αναπαράγει ο Θ. Σιταράς στο βιβλίο του, τον θέλουν να συλλαμβάνεται εξαιτίας μιας κοπέλας.

Πρόκειται για νεαρή υπάλληλο σε κατάστημα, το οποίο ο Μπαξεβάνης είχε ληστέψει την προηγούμενη ημέρα. Την επομένη, θεώρησε σωστό να φλερτάρει την ίδια εκείνη υπάλληλο στη μέση του δρόμου. «Δεσποινίς, σας συμπαθώ», φέρεται να της είπε μόλις εκείνη κατέβασε ρολά στο μαγαζί.

Εκπληκτική λεπτομέρεια το λεπτό –αν και ομολογουμένως ευθύ– φλερτ σε μια εποχή που ακόμα και οι σεσημασμένοι διαρρήκτες φορούσαν καπέλο. Εκείνη τον αναγνώρισε κι εκείνος είδε την έκπληξη στο πρόσωπό της. «Ναι, εγώ είμαι», της είπε, «που σας επισκέφτηκα προχτές».

Η κοπέλα ρωτάει για τα χρήματα που έκλεψε. «Τα έχω· και για να συμπληρωθεί η ευτυχία μου, χρειάζεται μια συγκατάνευσή σας», αποκρίνεται εκείνος, προσθέτοντας μάλιστα: «Θέλω να με ακολουθήσετε. Θα ζήσουμε ευτυχισμένοι και δεν θα μετανιώσετε ποτέ».

«Πώς είπατε;» ρωτάει σοκαρισμένη μάλλον η υπάλληλος. Αλλη μοναδική λεπτομέρεια: τόσο ο κλέφτης όσο και το θύμα του συνομιλούν στον πληθυντικό…

Κάπου εδώ τελειώνουν, όμως, οι αβρότητες. Η κοπέλα βλέπει αστυνομικούς και βάζει τις φωνές. Στο τμήμα, ο Μπαξεβάνης τα αρνείται όλα. Λέει πως ήταν γριπιασμένος επί σειράν ημερών και μόλις ένιωσε καλύτερα βγήκε να πάρει λίγο τον αέρα του. «Στο δρόμο βρήκα αυτή την ομορφονιά και μου γουστάρισε», θα πει (αυτή τη φορά πιο συνεπής λεκτικά απέναντι στην παραβατική φύση του), «τη διπλάρωσα και της ξομολογήθηκα το ντέρτι μου».

Δεν άντεξε για πολύ· στο τέλος, «λάλησε». Ο δημοσιογράφος της εποχής συνομιλεί μαζί του στα κρατητήρια. Ο Μπαξεβάνης είναι απαρηγόρητος. «Δεν πιάστηκα όταν έκλεβα», θα πει, «αλλά έγινα τσακωτός τη στιγμή που επιχειρούσα το πιο αθώο πράγμα: να “ψωνίσω” μια μοδιστρούλα»…

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT