Πώς ασχημαίνει η ζωή μας

2' 13" χρόνος ανάγνωσης

Ακουγα για την πυρκαγιά στον Πειραιά, πίσω από τον σταθμό του ΗΣΑΠ. Δεν ήξερα πως η οδός Λουδοβίκου έχει μετονομασθεί σε οδό Κασιμάτη. Πήρα και μήνυμα από το 112. Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας, οπότε δεν έδωσα σημασία. Η σύζυγός μου με ειδοποίησε πως το κτίριο που κάηκε ήταν «τα μαγαζιά». Ετσι αποκαλούσαμε στην οικογένεια τα κτίρια που στέγαζαν κάποτε, προπολεμικά, την επιχείρηση του εκ πατρός παππού. Μετανάστης στο Σαν Φρανσίσκο τα αγόρασε, εγκατέστησε εκεί το εμπόριό του και έφτιαξε την οικογένειά του, χάρη στην οποία σας γράφω σήμερα. Εκανε χονδρεμπόριο εδωδίμων και αποικιακών, κοινώς μεγαλομπακάλης. Η οδός Λουδοβίκου ήταν τότε το εμπορικό κέντρο του λιμανιού. Κοντά στην αποβάθρα όπου φόρτωναν τα πλοία για την τροφοδοσία των νησιών. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ήταν το μαγαζί του πατέρα του Τσαρούχη. Τα δικά μας «μαγαζιά» ήταν μια συστοιχία από πόρτες σε ένα ενιαίο κτίριο, αν δεν κάνω λάθος καμιά δεκαριά, που αντιστοιχούσαν σε εμπορικούς χώρους. Με τα χρόνια και τις γενιές είχαν λιγοστέψει. Οταν έφτασε η κληρονομιά στα χέρια μου είχαν απομείνει πέντε στην οικογένεια. «Πέντε πόρτες». Οι υπόλοιπες είχαν πουληθεί.

Υπέροχο κειμήλιο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής των μέσων του 19ου αιώνος. Οι πόρτες με καμάρες και κεφαλές Αθηνάς. Τα είχε φωτογραφίσει ο Στέλιος Σκοπελίτης στο βιβλίο του για τα νεοκλασικά του Πειραιά και στον κατάλογο των διατηρητέων του τότε ΥΠΕΧΩΔΕ είχαν τον αριθμό 2. Δεν υπήρχε περίπτωση αποχαρακτηρισμού, αν και ποτέ δεν σκέφτηκα τον αποχαρακτηρισμό. Η περιοχή είχε παρακμάσει εμπορικά όμως δεν έμειναν ξενοίκιαστα, με κάτι αστεία για την εποχή ενοίκια. Στον σεισμό του 1999 κανείς από τον δήμο δεν τα επισκέφθηκε για να τα ελέγξει, αν και ήσαν εν χρήσει. Τα επισκέφθηκε η εξαδέλφη μου αρχιτέκτων Σοφία Ξενοπούλου η οποία, πανικόβλητη ως συνήθως, μου φώναζε στο τηλέφωνο πως η στέγη είναι κόκκινη, κοινώς ετοιμόρροπη. Αρχισαν οι επισκευές. Ιδίοις αναλώμασι και γραφειοκρατικών, και οικονομικών. Αν περίμενα την κρατική βοήθεια θα περίμενα ακόμη. Μου τηλεφώνησαν από το ΥΠΕΧΩΔΕ για να μου πουν ότι έχω βάλει Αλβανούς εργάτες να καταστρέψουν τη στέγη. Τους ρώτησα αν ήξεραν τίποτε Σουηδούς εργάτες στον Πειραιά. Η καταγγελία είχε γίνει από κάποιον από τους ενοικιαστές από τους οποίους είχα ζητήσει εξωδίκως να εγκαταλείψουν τους χώρους και ώς τότε δεν εισέπραττα ενοίκια. Ευτυχώς κατάφερα να τα πουλήσω το 2004. Μακάρι να είχα τα χρήματα για να τα κρατήσω και να αναδείξω την ομορφιά τους. Ηταν ένα κομμάτι της ζωής μου, όμως ήταν κι ένα κομμάτι της ζωής της πόλης. Μιας πόλης που δεν μπορεί να προστατεύσει τη μνήμη της και την ομορφιά της. Αν θέλετε να βρείτε για ποιον λόγο ασχημαίνει η ζωή μας, κάθε μέρα και περισσότερο, ψάξτε σε όλα αυτά τα επεισόδια που περνούν την μια και την επομένη αφήνουν πίσω τους αποκαΐδια.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT