Ηρωες και παλικάρια στη νεότερη Ελλάδα

Ηρωες και παλικάρια στη νεότερη Ελλάδα

4' 51" χρόνος ανάγνωσης

Εκατόν είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του στη Στάτιτσα (σημ. Μελά) της Καστοριάς, ο Παύλος Μελάς είναι, ίσως, ο μόνος αναμφισβήτητος ήρωας της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Το τέλειο παλικάρι. Τα κίνητρα της εμπλοκής του στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν πατριωτικά, πέραν κάθε αμφιβολίας. Αντιστάθηκε στα συναισθήματά του, περιφρόνησε την ποιότητα της ζωής που του εξασφάλιζε η κοινωνική του θέση, ακόμη και αυτές τις οικογενειακές δεσμεύσεις του. Ανέλαβε ένα τεράστιο ρίσκο στη Μακεδονία, πέραν της εμπειρίας και των πραγματικών δυνατοτήτων του, και έχασε τη ζωή του. Δεν ενεπλάκη στην πολιτική, δεν έβαψε καν τα χέρια του με αίμα. Μόνο η λέξη «θυσία» μπορεί να περιγράψει την επιλογή του.

Είναι, όμως, αυτές οι μόνες προδιαγραφές για την αναγόρευση εθνικών ηρώων στην Ελλάδα; Δεν υπαινίσσομαι τη διαδικασία της επιτυχούς κατασκευής των ειδώλων. Προφανώς ο Μελάς, λόγω καταγωγής, διέθετε αναγνωρισιμότητα, που βοήθησε την αναγόρευσή του σε σύμβολο. Διέθετε και άφθονο φωτογραφικό υλικό, που έδωσε μια αρρενωπή και ρομαντική χροιά στη θυσία του. Θα είχε γίνει, άραγε, σύμβολο, αν είχε πέσει με το πιστόλι στο χέρι, όπως τόσοι αξιωματικοί στις φονικές μάχες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου ή στη Μικρά Ασία; Μάλλον όχι.

Αν μελετήσει κανείς τους επώνυμους και γνωστούς σε όλους μας Ελληνες ήρωες, θα παρατηρήσει ότι όλοι τους φορούσαν φουστανέλες ή (τουλάχιστον) σταυρωτά φισεκλίκια, ασχέτως αν πολέμησαν τους Τούρκους ή τους Γερμανούς. Πλήθος εφέδρων και εξ επαγγέλματος αξιωματικών και πολύ περισσότεροι στρατιώτες έχουν πέσει ηρωικά στα πολεμικά πεδία, αλλά δεν απέκτησαν ποτέ πανελλήνια αναγνωρισιμότητα. Για να το διατυπώσω πιο σωστά, οι αναγνωρίσιμοι ήρωες δεν φορούν στολές, γιατί όλοι τους ανδραγάθησαν ως επαναστάτες και αντάρτες. Η ιδιαιτερότητα αυτή έχει την εξήγησή της.

Οι πολεμικοί αγώνες των Ελλήνων αποτελούν βασικό συστατικό της ελληνικής ιστορίας, όπως βιώθηκε και βιώνεται από τον μέσο πολίτη, αλλά η δόξα των ανορθόδοξων συγκρούσεων –πάντα στα βουνά– είναι η κορωνίδα του εθνικού μας βίου. Εκεί, στις ορεινές κοινότητες, κατά την τουρκοκρατία, υπέρτατη αρετή ήταν η τιμή των ανδρών. Σύμφωνα με αυτή την ηθική, οι νέοι και ανύπανδροι άνδρες –τα παλικάρια– αγωνίζονται και πεθαίνουν αυτοβούλως, δεσμευμένοι από τις αρχές τους (φιλότιμο), συμπεριλαμβανομένης της υπεράσπισης βασικών συλλογικών συμφερόντων και αδιαφορώντας για τις δεσμεύσεις της νομιμότητας. Στο βουνό, τα υπερήφανα παλικάρια οικοδομούν μια κοινωνία ελεύθερη από τα δεσμά του εχθρικού κράτους, με ορατή πηγή εξουσίας μόνο τις προσταγές του καπετάνιου.

Γενικευμένη, λόγω της θαυμαστής έκβασης της Επανάστασης του 1821, η αντίληψη αυτή περί παλικαριάς ή/και λεβεντιάς συνέχισε να χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία μετά την απελευθέρωσή της, παρά τη σύνδεσή της με τη ληστεία. Αυτή κίνησε και τον Μελά. Παλικάρι, όμως, ήταν πλέον ο εθνικός αγωνιστής, ο πατριώτης και τιμή του η τιμή της πατρίδας και όχι της οικογένειάς του. Κι αν πέθανε γι’ αυτήν, σίγουρα ήταν ήρωας. Μολονότι ο παραλληλισμός οικογένειας και έθνους, από ηθικής σκοπιάς, δεν είναι αυτονόητος, η αναβάθμιση της υποχρέωσης, με τη βοήθεια της εκπαίδευσης, κατέστησε την παλικαριά περιζήτητη κοινωνική αξία. Η παλικαριά ως πατριωτισμός καθιερώθηκε ως προαπαιτούμενη ιδιότητα όσων αποφασίζουν να εκτεθούν με οποιονδήποτε τρόπο στην κοινωνία και κατέστη τελικά βασικό συστατικό της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Με μια λέξη, πληθωρίστηκε και, το χειρότερο, συμφύρθηκε, ώς ένα σημείο, με τη θρασύτητα (μαγκιά).

Ολοι οι αναγνωρίσιμοι Ελληνες ήρωες δεν φορούν στολές, γιατί όλοι τους ανδραγάθησαν ως επαναστάτες και αντάρτες.

Στις μέρες μας, κοινωνικά θεμιτή παλικαριά είναι η σθεναρή υπεράσπιση κάθε ορίου, κόκκινης γραμμής, πόρτας ή πύλης· αρκεί να επιλεγεί και να νοηματοδοτηθεί κατάλληλα από έναν «καπετάνιο». Μπορεί να είναι ο αγώνας εναντίον οποιασδήποτε σύμβασης, ακόμη και της νομιμότητας· αρκεί να εμπεριέχει στοιχεία ρίσκου. Η Ιστορία μόνο δικαιούται να κρίνει αυτά τα παλικάρια/αγωνιστές, όταν έρθει η ώρα της, γιατί οι αδικίες εις βάρος τους, όπως έχουμε εμπεδώσει όλοι από τα παράπονα του Μακρυγιάννη, είναι αναμενόμενες. Παλικαριά είναι επίσης, για πολλούς, η σθεναρή αντιμετώπιση όλων των προκλήσεων της ζωής. «Οσοι είναι παλικάρια, τη ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές». Αλλά αυτή η εκδοχή, μολονότι προσιτή ως πρόκληση σε όλους, δεν κατέστη ποτέ η δημοφιλέστερη επιλογή επίδειξης ανδρισμού στην Ελλάδα, γιατί αντιφάσκει, εκτιμώ, με το βασικό στερεότυπο της επιτυχίας μέσω της εκπαίδευσης και του «ελληνικού δαιμονίου».

Μαζί με την παλικαριά πληθωρίστηκαν και οι τάξεις των ηρώων. Δεν αναφέρομαι στη μεταφορική χρήση του όρου, π.χ., στον αθλητισμό. Στη διαρκή ειρήνη, ο χαρακτηρισμός αποδεσμεύτηκε από την υποχρέωση της υπέρτατης θυσίας και προσαρμόστηκε ανάλογα. Κατά κανόνα, δεν αφορά πλέον το έθνος. Οποιος ξεχωρίζει για την ανθρωπιά του, χωρίς προσδοκία ανταμοιβής, αγωνίζεται να περισώσει την αξιοπρέπεια και την εντιμότητα, είναι ο αφανής ήρωας της καθημερινότητας. Και, βέβαια, όσοι ήρωες «προχωρούν στα σκοτεινά» έχουν σημαντικό ηθικό πλεονέκτημα έναντι των «αστέρων» της δημοσιότητας.

Θα άξιζε να μελετηθεί το ιδεολογικό πλαίσιο κατασκευής αυτού του εναλλακτικού ηρωισμού των αντιηρώων, που δεν είναι, βέβαια, αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Οπως και η παλικαριά, αναπτύσσεται στο περιθώριο των κοινωνικών και νομικών υποχρεώσεων των πολιτών, στο κενό που αφήνει η πολιτεία, πέρα ή και αντίθετα από τα πρότυπα και το πλαίσιο που αυτή θέτει, αντίθετα από συμβάσεις, μόδες, κανονισμούς και νόμους. Στη χώρα μας, η παλικαριά και ο ηρωισμός, ως τελική έκφρασή της, εύκολα ανανοηματοδοτήθηκαν, ενδεχομένως υπό την επήρεια της θρησκευτικής ιδεολογίας (που λατρεύει τους δικούς της ήρωες –τους μάρτυρες– και διδάσκει την ταπεινότητα), όπως και της αριστερόστροφης κουλτούρας, που αντιστέκεται στο κράτος και προτιμά τους λαϊκούς αγωνιστές.

Ετσι, παρά την προσπάθεια του ελληνικού κράτους να ενσωματώσει και να εθνικοποιήσει την παλικαριά και τον ηρωισμό, οι δύο συναφείς έννοιες συνέχισαν και συνεχίζουν να γίνονται κατανοητές, με το προνεωτερικό τους βαθύτερο περιεχόμενο· να είναι, δηλαδή, συνδεδεμένες με ηθικές και συμβολικές αξίες και όχι με νομικές ή συνταγματικές υποχρεώσεις. Η πλατιά και απόμακρη γη του ονείρου, που ο αντάρτης Μελάς έφερε πιο κοντά με τον θάνατό του, όπως έγραψε ο Κωστής Παλαμάς, ήταν η Ελλάδα της Μεγάλης Ιδέας. Γι’ αυτήν την ιδέα σκοτώθηκε, φορώντας υπερήφανα τον ντουλαμά του, και για τον όρκο που είχε δώσει στον πατέρα του το ’97· όχι για την Ελλάδα της Μελούνας. Γι’ αυτό έγινε ήρωάς μας.

*Ο κ. Βασίλης Κ. Γούναρης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT