Στειρότητα και χειραγώγηση

3' 4" χρόνος ανάγνωσης

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν μια μουσική μεγαλοφυΐα. Πέτυχε κάτι σχεδόν αδιανόητο: μέσα σε τέσσερα μόνο χρόνια (1960-1964), κατάφερε να εφεύρει ένα νέο είδος τραγουδιού, το «έντεχνο» ελληνικό τραγούδι, που απέκτησε τεράστια απήχηση και διάρκεια. Με καταιγιστικό ρυθμό, από τον «Επιτάφιο» στο «Αξιον Εστί», το έργο του μάγεψε τους Ελληνες και συνέβαλε στη διαμόρφωση της σύγχρονης ταυτότητάς μας. Παράλληλα, υπήρξε ένας συνειδητά στρατευμένος καλλιτέχνης: δεν έκρυψε πως έβλεπε την τέχνη και ως εργαλείο πολιτικής διαμόρφωσης και κινητοποίησης των μαζών. Μέσα από το έργο του έγινε εκφραστής των αιτημάτων της Αριστεράς και συνέβαλε στη μετεμφυλιακή της αναγέννηση. Αργότερα, με τις διεθνείς περιοδείες του και τη μεγάλη ακτινοβολία που απέκτησε, ενσάρκωσε την αντίσταση εναντίον της χούντας.

Η πολιτική στράτευση υπήρξε κομβικό στοιχείο για τον Θεοδωράκη, αλλά η αξία του έργου του δεν οφείλεται σε αυτήν. Η στρατευμένη τέχνη είναι σχεδόν πάντα χαμηλής ποιότητας. Δεν υπάρχει χειρότερη δημιουργική συνταγή από την τέχνη που κατασκευάζεται για να κατευθύνει και να προπαγανδίσει. Η διαχρονικότητα και απήχηση του Θεοδωράκη όχι μόνο δεν οφείλεται στην πολιτική του στράτευση, αλλά το έργο του ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν υπονομεύτηκαν από τη στράτευση. Γιατί λοιπόν να αναδεικνύεται σήμερα κυρίως η πολιτική του πορεία (ή έστω μια εκδοχή της –ας μην ξεχνάμε πως υπήρξε βουλευτής Επικρατείας και υπουργός με τη Ν.Δ.); Αντιγράφω από το μανιφέστο που συνόδευε πρόσφατη συναυλία-αφιέρωμα στο έργο του, στο Ηρώδειο («Τι είναι για εμάς ο Μίκης;»): «Είναι το ντουφέκι του Βελουχιώτη, η μάντρα της Καισαριανής, το πείσμα της Μάγδας Φύσσα, η Μακρόνησος, ο Ανδρέας στην ταράτσα. Είναι ο αγώνας για καθημερινό μεροκάματο, το δάκρυ της Καρυστιανού, η υψωμένη γροθιά στον ουρανό, η ουρά στο ταμείο ανεργίας, η βάρκα του πρόσφυγα, ο ξεριζωμός του μετανάστη, ο απλήρωτος λογαριασμός, το γαρίφαλο του Μπελογιάννη».

Η σημασία αυτής της παρατήρησης είναι διπλή: πολιτική και πολιτιστική. Αν ξαναδεί κανείς σήμερα τη συναυλία που οργανώθηκε στο Σύνταγμα μετά την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα για το δημοψήφισμα του 2015, θα αντιληφθεί μια μέθοδο που επανέρχεται: συνεχείς αναφορές στην Αντίσταση, στον Εμφύλιο και στην «ένδοξη ιστορία» της Αριστεράς, αυθαίρετες συνδέσεις του παρελθόντος με το παρόν, έντονα καταγγελτικός λόγος, εχθροπάθεια, προπαγανδιστική ροπή. Σε μια αντίστοιχη λογική κινήθηκε η πρόσφατη συναυλία για το δυστύχημα των Τεμπών, αφού ορισμένοι καλλιτέχνες επιχείρησαν να εργαλειοποιήσουν πολιτικά ένα κοινωνικό ρεύμα πένθους και διαμαρτυρίας.

Γιατί να αναδεικνύεται σήμερα κυρίως η πολιτική πορεία του Θεοδωράκη ενώ το έργο του ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν υπονομεύθηκαν από την πολιτική στράτευσή του;

Η δεύτερη παρατήρηση είναι πολιτιστική και αφορά την πλούσια και γόνιμη μουσική παράδοση που εγκαινίασε ο Θεοδωράκης το 1960. Καθώς υποχωρεί εμπορικά, το έντεχνο ελληνικό τραγούδι τείνει να χρησιμοποιείται ως μέσο πολιτικής κινητοποίησης για θέματα που ενδιαφέρουν την Αριστερά. Παράλληλα, η συρραφή των πολιτικών κλισέ που παρέθεσα παραπάνω χρησιμοποιείται μαρκετίστικα, για να προσελκύσει ένα κοινό που σταδιακά απομακρύνεται και από την Αριστερά και από το έντεχνο τραγούδι. Αυτό όμως ευτελίζει μια σπουδαία και ακόμη ζωντανή μουσική παράδοση, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί αναπόφευκτα ως υποκατάστατο έμπνευσης και ταλέντου. Γι’ αυτό η συναυλία του 2015 δεν είναι, τελικά, παρά μια παρωδία των μεγάλων συναυλιών του Θεοδωράκη το 1974, γι’ αυτό δεν άφησε κανένα ίχνος.

Το πρόβλημα είναι αντίστοιχα διπλό. Πολιτικά, όπως ακριβώς απέδειξε το δημοψήφισμα του 2015, η εργαλειοποίηση της τέχνης και η απόπειρα συναισθηματικής χειραγώγησης ενός κοινού που για διάφορους λόγους παραμένει επιρρεπές σε τέτοιου είδους εγχειρήματα μπορούν να αποβούν βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικά πολιτικά εργαλεία, όμως πολύ γρήγορα διαψεύδονται και, επομένως, απογοητεύουν απομακρύνοντας το ίδιο αυτό κοινό, δίχως παράλληλα να συμβάλλουν σε κάποιου είδους λύση ή βελτίωση. Πολιτιστικά, είναι αδιέξοδες και εντέλει στείρες επιλογές, καθώς λειτουργούν ως άλλοθι για τη συνεχιζόμενη αφυδάτωση μιας σπουδαίας κληρονομιάς, που έχει τεράστια ανάγκη για ανανέωση και εξέλιξη.

*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT