Το πένθιμο εθνικό έπος

3' 45" χρόνος ανάγνωσης

Η νίκη της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Γουέμπλεϊ απέναντι στην πανίσχυρη Αγγλία δεν είναι ο πρώτος ποδοσφαιρικός άθλος, ούτε συνεπάγεται μια ξεκάθαρη κατάκτηση τίτλου, όπως για παράδειγμα πριν από 20 χρόνια στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στην Πορτογαλία, που σηματοδότησε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του αθλήματος. Αλλωστε ο ελληνικός αθλητισμός, ακόμη και το ελληνικό ποδόσφαιρο που ήταν η αρνητική εξαίρεση, έχει πια σημαντικές διεθνείς επιτυχίες να επιδείξει (βλ. πρόσφατη επιτυχία Ολυμπιακού). Εντούτοις η νίκη στο Λονδίνο δεν ήταν μια συνηθισμένη ποδοσφαιρική εθνική διάκριση.

Το γεγονός που συνόδευσε και ίσως ξεπέρασε τη χαρά για την ευφορία που προκάλεσε η ιστορική νίκη ήταν ο απροσδόκητος θάνατος ενός παίκτη της εθνικής ομάδας, του Τζορτζ Μπάλντοκ, μία μέρα πριν από τη διεξαγωγή του αγώνα. Σε μεγάλο βαθμό αυτό το τραγικό γεγονός επισκίασε διαπιστώσεις που άλλοτε θα ήταν το βασικό ζήτημα συζήτησης: Η εθνική ομάδα, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της, έπαιξε απολύτως σύγχρονο ποδόσφαιρο, δεν «ταμπουρώθηκε» στην άμυνα (όπως στο παρελθόν κατηγορούνταν), δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί στην ταχύτητα και στη δύναμη με μια ομάδα και ποδοσφαιριστές που αναγνωρισμένα ανήκουν στην ελίτ του παιχνιδιού. Ο συνδυασμός νέων παικτών που χτίζουν την καριέρα τους ως πρωταγωνιστές στο εξωτερικό και ορισμένων έμπειρων ποδοσφαιριστών συγκροτεί ένα σύνολο που πραγματικά δεν έχει να ζηλέψει και πολλά από τις άλλες εθνικές ομάδες. Η παρουσία του νέου προπονητή Ιβάν Γιοβάνοβιτς, ενός ανθρώπου που χαίρει γενικής εκτίμησης όχι μόνο λόγω των προπονητικών ικανοτήτων του αλλά και της συναισθηματικής ευαισθησίας και εκφραστικής – γλωσσικής ακρίβειας που επιδεικνύει συνέχεια (σπάνιας όχι μόνο στο ποδόσφαιρο πια), συμβάλλει ακόμη περισσότερο στην αίσθηση μιας ποιοτικής αναβάθμισης του ποδοσφαιρικού συνόλου της Εθνικής. Ομως όλες αυτές οι βάσιμες παρατηρήσεις πέρασαν σε δεύτερο επίπεδο.

Σε πρώτο πλάνο μπήκαν τα δάκρυα λύπης των παικτών της Εθνικής μετά το τέλος του αγώνα. Οι εικόνες τους να σηκώνουν ως λάβαρο την μπλούζα του πρόωρα χαμένου συμπαίκτη τους. Οι δηλώσεις του αρχηγού της ομάδας, Τάσου Μπακασέτα, μετά το τέλος του αγώνα, που άσκησε ξεκάθαρη κριτική στη δημοσιογραφία της μνησικακίας που έψαχνε το «πόθεν έσχες» του ξαφνικού θανάτου. Η ομιλία του πριν από τον αγώνα, που επικαλέστηκε μια κάπως ξεχασμένη αξία, αυτή της αυτοθυσίας για κάτι μεγαλύτερο από το ατομικό όφελος.

Ο επαγγελματικός αθλητισμός, από τη δεκαετία του 1990 και τη ραγδαία παγκοσμιοποίησή του, έχει αλλάξει σημαντικά, όμως η συμβολική αξία του ενίοτε επανέρχεται. Ειδικά το δημοφιλέστερο των σπορ, το ποδόσφαιρο, δεν γίνεται μόνο μοχλός πληθωρισμού celebrities διεθνούς εμβέλειας μέσα από παλιά και νέα μέσα επικοινωνίας. Αρκετές φορές γίνεται πεδίο αναζήτησης μιας ευγενούς και ανταγωνιστικής λαϊκότητας. Γίνεται πεδίο ανάδειξης ή αντανάκλασης εθνικών χαρακτηριστικών, παρότι η ρευστότητα προτύπων, συστημάτων, εμπορικών σημάτων έχει θολώσει την ισχύ των παλιών «συνόρων». Η νίκη στην Αγγλία επανέφερε αυτόν τον σχεδόν τοτεμικό ρόλο που έρχεται να παίξει το ποδόσφαιρο στον σύγχρονο κόσμο, τον ειρηνικό προσδιορισμό τού «εμείς».

Και μάλιστα δεν το έκανε επαναφέροντας τα στερεότυπα της λεβεντιάς ή της «πειρατείας» (βλ. 2004), αλλά επιβεβαιώνοντας την απόλυτη ανταγωνιστικότητα των Ελλήνων ποδοσφαιριστών, όπως και μια πολύ ευάλωτη συναισθηματικά πλευρά τους. Η νίκη άλλωστε αφιερώθηκε στον χαμένο συμπαίκτη που δεν μιλούσε ελληνικά, που ήταν κατά το 1/4 Ελληνας (λόγω της γιαγιάς του), όπως πολλοί ομογενείς τρίτης και τέταρτης γενιάς, σε κάποιον που ανέβηκε αργά και βασανιστικά τις κατηγορίες του απαιτητικού αγγλικού πρωταθλήματος και κλήθηκε στην εθνική ομάδα χωρίς να τον γνωρίζει σχεδόν κανείς. Η εθνική αναφορά της νίκης δεν υπήρξε, με άλλα λόγια, η επιβεβαίωση γνωστών κοινοτοπιών γύρω από τη μοναδικότητα της ελληνικής ψυχής ή γης, αλλά η ιδιαίτερη σχέση των διεθνών με ένα αουτσάιντερ της ποδοσφαιρικής και ελληνικής επικράτειας και το άδοξο τέλος του.

Είναι ίσως η πρώτη φορά που μια μεγάλη ποδοσφαιρική εθνική επιτυχία συγχρονίζεται με το αίσθημα της απώλειας και μάλιστα αποδίδεται σε αυτό. Είναι ίσως η πρώτη φορά που οι πρωταγωνιστές αλλά και η ευρύτερη κοινή γνώμη συνδέει τόσο ξεκάθαρα ένα θρίαμβο με ένα θάνατο, όχι με τη λογική της θυσίας, αλλά του χρέους. Ο «δωδέκατος παίκτης» της ομάδας δεν ήταν αυτή τη φορά οι οπαδοί στις κερκίδες, αλλά ο αφανής συνάδελφος, συμπατριώτης, συμπαίκτης που έδειχναν όλοι στον ουρανό, η μαύρη λωρίδα του πένθους που είχαν όλοι στο χέρι.

Σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες τηλεοπτικές ντραμεντί των τελευταίων χρόνων, στο «Τεντ Λάσο», που πραγματεύεται την κοινωνική κομβικότητα της ποδοσφαιρικής κουλτούρας, έρχεται και επανέρχεται χαριτολογικά η φράση «το ποδόσφαιρο είναι η ίδια η ζωή». Μετά τη σχεδόν μυθοπλαστική νίκη της Ελλάδας επί της Αγγλίας –υπό τις συνθήκες που ήρθε–, το ποδόσφαιρο μας θύμισε ότι ζωή και θάνατος, το θαύμα και το τραύμα, είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος.

*Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT