Είναι ανοιχτή σε όλον τον δυτικό κόσμο η συζήτηση για τη χρηματοδότηση των κομμάτων. Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν ούτε ιδανικά μοντέλα. Υπάρχουν, όμως, σίγουρα κακές πρακτικές και μέθοδοι συγκάλυψης, όπως οι ανεπαρκείς μηχανισμοί λογοδοσίας και ελέγχου.
Στην ελληνική περίπτωση, όλα πάνε στραβά, γιατί τα κόμματα είναι, βασικά, κρατικοδίαιτα, χωρίς αυτό να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους από ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα.
Για τον μέσο πολίτη, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό πώς ένα κόμμα που δεν συμμετείχε στις ευρωεκλογές (όπως οι Σπαρτιάτες) με απόφαση της Δικαιοσύνης εισπράττει δημόσιο χρήμα (και) για την προεκλογική του καμπάνια. Πόσο μάλλον, να χρωστούν στις τράπεζες τόσο υπέρογκα ποσά κόμματα εξουσίας όπως η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ.
Ακατανόητο είναι, για άλλους λόγους, και το να πληρώνονται από το κόμμα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (ΣΥΡΙΖΑ), κομματικά ΜΜΕ να συντηρούνται με την κρατική χρηματοδότηση και πολιτευτές να γίνονται συνεργάτες βουλευτών για να έχουν σταθερό μισθό.
Το προηγούμενο Σάββατο, βουλευτής κόμματος της Αριστεράς πήγε σε θέατρο στο κέντρο της Αθήνας με ένα πολυτελές τζιπ (βουλευτικό αυτοκίνητο) το οποίο οδηγούσε δημόσιος υπάλληλος, ο συνοδός της. Την περίμενε, μετά το τέλος της παράστασης, με τα alarm στην Ακαδημίας, χωρίς καμία προσπάθεια να περάσουν απαρατήρητοι.
Είναι ντροπή, αλλά είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιούνται τα βουλευτικά προνόμια όχι για την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, αλλά για την ψυχαγωγία και τη διευκόλυνση της καθημερινότητας του βουλευτή και της οικογένειάς του.
Αλλωστε, αν είναι σκανδαλώδης η ροή του νόμιμου πολιτικού χρήματος, μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο πιο σκοτεινές είναι οι διαδρομές του «μαύρου» πολιτικού χρήματος. Οι ελεγκτικές διαδικασίες υπάρχουν για να σώζονται τα προσχήματα, να δημιουργείται δηλαδή η εντύπωση ότι δίνονται εξηγήσεις για κάθε ευρώ που δαπανά ένας πολιτικός ή ένα κόμμα. Στην πραγματικότητα, ο χορός του πολιτικού χρήματος είναι έξαλλος και απελευθερωμένος από θεσμικούς περιορισμούς.
Υποψήφιοι για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έκαναν πανάκριβη προεκλογική καμπάνια χωρίς να αναληφθεί κάποια πρωτοβουλία για διαφάνεια από ένα κόμμα που έχει τραυματιστεί σοβαρά στο παρελθόν, μακρινό και πρόσφατο, από σκάνδαλα διαφθοράς.
Η υποβολή των «πόθεν έσχες» καθυστερεί, χωρίς ευλογοφανή εξήγηση, ενώ έτσι κι αλλιώς η σχετική πρόβλεψη είναι απαξιωμένη γιατί βαρύνει εξίσου τον υπουργό και τον χαμηλόμισθο δημοσιογράφο, ενώ δεν ρίχνει φως στην προέλευση της περιουσίας.
Η συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία για αλλαγή του τρόπου με τον οποίο εκλέγονται οι αιρετοί (στη Βουλή και στην αυτοδιοίκηση), προκειμένου να περιοριστεί η επιρροή του χρήματος στις εκλογικές διαδικασίες.
Αλλά αυτό προϋποθέτει ισχυρή πολιτική βούληση από τους ευνοημένους του συγκεκριμένου συστήματος, που θα αντισταθούν – όσο αντέξουν.