Οι «αιώνιοι φοιτητές», το αιώνιο πρόβλημα. Είναι σαν μία παγκόσμια σταθερά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Είναι πάντα εκεί, αυξάνονται και λιμνάζουν μέχρις ότου προκύψει κάποια ορατή απειλή διαγραφής, οπότε το θέμα σκάει για λίγο στην επιφάνεια της επικαιρότητας ταράσσοντας ελαφρά τη γνωστή βαλτωμένη ισορροπία, προκαλώντας και καλλιεργώντας ένα κλίμα αντιδράσεων. Οι πανεπιστημιακοί έχουν μάθει να ζουν σε αυτό το καθεστώς, δεν τους πειράζει και δεν θέλουν να αγγίξουν και αυτά τα κακώς κείμενα. Μα είναι κακώς κείμενα; Τι σας πειράζει, ακούμε συχνά. Αφού οι «αιώνιοι φοιτητές» δεν έχουν κόστος, δεν παίρνουν δωρεάν συγγράμματα, δεν έχουν άλλες διευκολύνσεις, δεν επιβαρύνουν το ίδρυμα ή το κράτος. Ποιο είναι το πρόβλημα;
Το πρόβλημα δεν είναι το διοικητικό κόστος και ότι χαλάει η εικόνα των ιδρυμάτων στις διεθνείς κατατάξεις, όπως λένε πολλοί. Το πρόβλημα είναι ότι ο όγκος των «αιώνιων φοιτητών» δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη διαχρονική αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Δείχνει την αδιαφορία μας για τους φοιτητές.
Τα πανεπιστήμια δεν εστιάζουν στους φοιτητές. Αν το έκαναν, δεν θα υπήρχαν τόσο πολλοί που τα εγκαταλείπουν. Οι φοιτητές πηγαίνουν στα πανεπιστήμια τυφλά. Είναι μονόδρομος αφού δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες επιλογές και όλοι πρέπει να περάσουν από τη μέγγενη των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Μετά θα μπουν, οι περισσότεροι, σε ένα τμήμα για το οποίο ξέρουν ελάχιστα και θα μείνουν σε αυτό υποχρεωτικά, εγκλωβισμένοι, είτε τους αρέσει είτε δεν τους αρέσει. Το να φύγουν σημαίνει μια χαμένη χρονιά και άλλη μια ταλαιπωρία και αβεβαιότητα με τις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Τα ίδια τα τμήματα έχουν συσταθεί σε αρκετές περιπτώσεις πρόχειρα με μεταμεσονύχτιες βουλευτικές τροπολογίες στη Βουλή (βλ. νομοθέτηση ΣΥΡΙΖΑ), με πολύ ειδικούς ή ακατανόητους τίτλους, και με ελάχιστο προσωπικό ή προσωπικό χαμηλών προσόντων. Τα προγράμματα σπουδών είναι συνήθως φορτωμένα με πολλά μαθήματα. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι προπτυχιακές σπουδές διαρκούν τρία χρόνια. Σ’ εμάς τέσσερα και πολλαπλασιάζονται τα τμήματα που θέλουν να κρατούν πέντε γιατί υποτίθεται δίνουν συγχρόνως και τίτλο μεταπτυχιακό. Αυτά τα βαριά προγράμματα διαμορφώνονται περισσότερο από το τι θέλουν να διδάξουν αυτοί που έχουν ισχύ στο τμήμα και λιγότερο από το τι επιτάσσουν οι εξελίξεις στην επιστήμη ή τι θα βοηθήσει τους φοιτητές εργασιακά.
Να έρθουν οι φοιτητές στο επίκεντρο της προσοχής των πανεπιστημίων. Και ένα από τα μέτρα, ασφαλώς όχι το μόνο, είναι να υπάρχουν και να τηρούνται κανόνες και όρια.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις, καθαρά από τύχη, μπορεί οι φοιτητές να έχουν κάποια πιο προσωπική συνεργασία με έναν καθηγητή, να τους αναθέσει εργασία, να τη διορθώσει, να πάρουν σχόλια, να κάνουν μια παρουσίαση, να ακούσουν κριτική, να συζητήσουν τις προοπτικές τους. Μπορεί να τελειώσουν το πανεπιστήμιο –αν το τελειώσουν– χωρίς να εμφανιστούν ποτέ σε μάθημα (εκτός εάν υπάρχουν κάποια εργαστήρια με υποχρεωτικές παρουσίες), να μη μιλήσουν ποτέ σε καθηγητή. Ιδίως από την κρίση, πολλοί φοιτητές εργάζονται, δεν έχουν χρόνο να παρακολουθούν και τα πανεπιστήμια δεν κάνουν κάτι ειδικό για να τους διευκολύνουν.
Η φοιτητική ζωή είναι υποτυπώδης. Καμία συλλογικότητα από σοβαρούς συλλόγους, μόνο κάποιες παρατάξεις σε καθεστώς παρακμής, ελάχιστες καλλιτεχνικές ή αθλητικές δραστηριότητες, συνήθως απωθητικές εγκαταστάσεις. Γενικώς, οι φοιτητές δεν είναι η εστία της προσοχής όπως έπρεπε να είναι. Θεωρούνται περαστικοί και σχεδόν οι μισοί γίνονται οι πιο μόνιμοι. Λίγοι είναι αυτοί που αξιοποιούν τις πανεπιστημιακές σπουδές τους λόγω της δικής τους κυρίως επιμονής, αποφοιτούν στην ώρα τους και προοδεύουν, ενώ οι υπόλοιποι που τελειώνουν, διεκπεραιώνουν το πέρασμα από το πανεπιστήμιο για ένα χαρτί.
Πώς να μην υπάρχουν λοιπόν «αιώνιοι φοιτητές»; Η παρουσία τους είναι κυρίως δική μας ευθύνη και μας φωνάζει να ασχοληθούμε με αυτό το πρόβλημα, δηλαδή με το πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου με τρόπο βαθύ και ουσιαστικό. Να αλλάξει η εμπειρία των φοιτητών στα πανεπιστήμια, να έρθουν οι φοιτητές στο επίκεντρο της προσοχής μας. Και ένα από τα μέτρα, ασφαλώς όχι το μόνο, είναι να υπάρχουν και να τηρούνται κανόνες και όρια. Oπως συμβαίνει στις οικογένειες με τα παιδιά. Η έλλειψη κανόνων και ορίων δεν δείχνει αγάπη, δείχνει εγκατάλειψη.
*Η κ. Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.