Η πείνα της Κατοχής, του Μεσολογγίου, της Γάζας

Η πείνα της Κατοχής, του Μεσολογγίου, της Γάζας

5' 22" χρόνος ανάγνωσης

«Η Αθήνα, με σβηστά φώτα, βουλιαγμένη στον ίσκιο του πολέμου, λούφαζε μέσα σε αγωνία γεμάτη πείσμα και ασήκωτη θλίψη. Η νύχτα κατέβαινε απ’ έναν ουρανό γεμάτον λαμπερά αστέρια και απάθεια, κάθιζε πάνου στα βρόμικα χιόνια που τα λάσπωσε η μέρα με τα καμιόνια και με τις ουρές των φούρνων. Η αστροφεγγιά μόλις έφτανε να ξεχωρίζεις ένα διαβάτη από το διακαμό του, άντρας είναι για γυναίκα. Οσο νύχτωνε σώπαιναν οι θόρυβοι της μέρας. Κι όσο καταλάγιαζε τούτη η βουή της ζωής, τόσο σηκωνόταν η φωνή της πεινασμένης και απροσκύνητης πολιτείας.

»Ητανε το ουρλιαχτό αυτουνών που ξεψυχούσανε στα μαρμαρένια πεζοδρόμια, στα σκαλοπάτια και στα κατώφλια, στις αφώτιστες σοφίτες και στα υπόγεια. Και όσο το σκοτάδι έσβηνε τα σχήματά τους, οι φωνές ανέβαιναν πιο λαγαρές, πιο ξεκαθαρισμένες από κάθε άλλο θόρυβο. Ξεπηδούσαν από παντού, από κάθε γωνιά, από κάθε τρίστρατο, από κάθε απόμερο αποκούμπι. Τρυπούσαν και ξέσκιζαν σε λουρίδες τη νύχτα, γέμιζαν την τρομαγμένη ψυχή αγριάδα:

»– Πεινάωω… πεινάωω…»

Οι παράγραφοι που προηγήθηκαν αντλούνται από το διήγημα του Στράτη Μυριβήλη «Στη χώρα των αγαλμάτων», που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1952, ως τμήμα του «Κόκκινου βιβλίου» («Εστία»). Την Αθήνα της Κατοχής ζωγραφίζει ο Λέσβιος πεζογράφος. Δεν αρνείται τα ζωηρά χρώματα, για να αποδώσει το «πείσμα» των Αθηναίων και το «απροσκύνητο» φρόνημά τους. Αλλά το μαύρο είναι πολύ. Για την «ασήκωτη θλίψη». Και για τη δεινή πείνα, που αποδεκάτισε κυρίως τους κατοίκους των πόλεων. Οι φτωχοί, οι φαντάροι που γύρισαν τραυματίες από το μέτωπο, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες των άθλιων παραπηγμάτων γέμιζαν τα κάρα του θανάτου. Δεκάδες χιλιάδες τα θύματα του λιμού που προκάλεσε η ληστρική κτηνωδία των κατακτητών, κι από κοντά η δράση των δωσιλόγων που τους υπηρέτησαν δουλικά (σαν καταδότες, βασανιστές ή και πρωθυπουργοί) και των μαυραγοριτών.

Από τα απομνημονεύματα αγωνιστών του 1821 ξέρουμε ότι περιστατικά αισχροκέρδειας υπήρξαν και στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. «Η δ’ έλλειψις του άρτου ήτο τοιαύτη, ως διηγείτο ο στρατηγός Δημήτριος Μακρής, ώστε ηναγκάσθη ν’ αγοράση ένα κολλούρι κεφαλονήτικο αντί δέκα φλωρίων και να περάση μ’ αυτό τρεις ημέρας», διαβάζουμε στην «Ιστορία του Μεσολογγίου» του Νικολάου Μακρή (εκδ. Πελεκάνος, 2009). Στην Ελλάδα του 1940, ωστόσο, η εξαιρετικά μεγάλη ένταση και έκταση του μαυραγοριτισμού οδήγησε στην αναδιανομή του πλούτου, μέγα μέρος του οποίου πέρασε στα βρώμικα χέρια των κερδοσκόπων. «Αγάντα, Ρόμελ!» φώναζαν οι μαυρέμποροι τον Νοέμβριο του 1942, όταν οι συμμαχικές νίκες προκάλεσαν την προσωρινή μείωση των τιμών. Κάτι σαν το «Γερούν, γερά!» των ημεδαπών μνημονιόφιλων.

Τα βρώμικα χέρια όμως ξανάγιναν «καθαρά» στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, που αδίκησε βάναυσα τους αντιστασιακούς. Οσοι θησαύρισαν από τα βάσανα των αδυνάμων, έγιναν «προσώπατα», και απόλαυσαν τους καρπούς της ανηθικότητάς τους χωρίς ενοχλήσεις από την πολιτεία, που τους ενέταξε τιμητικά στο δυναμικό της. Η αφομοίωση και αξιοποίηση των δωσιλόγων και των μαυραγοριτών στον «ιερό αγώνα κατά του κομμουνισμού» είναι το ελληνικό ανάλογο, ως προς τον στυγνό αμοραλισμό και την ύβρι κατά της συλλογικής μνήμης, της αξιοποίησης από τον μεταπολεμικό δυτικό κόσμο πάμπολλων Γερμανών ναζιστών, και κορυφαίων ανάμεσά τους. Ιδιος ήταν, άλλωστε, ο στόχος.

Τους μαυραγορίτες, πάντως, τους περιέλαβε αμέσως ο λαϊκός ποιητής, με τραγούδια ανώνυμα ή και ενυπόγραφα. Ενα από τα δείγματά της που δημοσιεύει ο Ν. Α. Κεφαλληνιάδης στο βιβλίο του «Η λαϊκή μούσα στους εθνικούς μας πολέμους: Ντοκουμέντα» (εκδόσεις Φιλιππότη, 1992) είναι δημιουργία του λαϊκού ποιητή Μανόλη Μιχ. Δημητροκάλλη, από τις Τρίποδες της Νάξου. Λίγοι στίχοι: «Πολλοί με ένστικτα κακά βρήκανε ευκαιρία / τη φτώχεια, την ανάγκη μας κι αυτή την ασιτία / και την αδυναμία μας να εκμεταλλευτούνε / και με μεροκάματο φτηνό να μας ποδοπατούνε. / Με ένα μεροκάματο, κρέας ένα κομμάτι / απ’ αελάδα ψόφια πια που τρώαν τρεις νομάτοι. / Με ένα μεροκάματο μία οκά κριθάρι, / με δύο μεροκάματα μία οκά σιτάρι. / Κατέβαιναν οι χωριανοί που πιο πολύ πεινούσαν / και προίκες κι εργαλεία τους μαζί τους κουβαλούσαν». Για να δώσουν κι αυτά. Κοψοχρονιάς.

«Οσο νύχτωνε σώπαιναν οι θόρυβοι της μέρας. Κι όσο καταλάγιαζε τούτη η βουή της ζωής, τόσο σηκωνόταν η φωνή της πεινασμένης και απροσκύνητης πολιτείας…».

Ιδιο το παράπονο σε λαϊκούς στίχους από την Κόρωνο της Νάξου, όπου η κατοχική πείνα σκότωσε 400 ανθρώπους: «Τα χράμια και τα ρούχα τους και του σπιτιού τα λούσα, / όλα τα κουβαλούσανε και τους τα επουλούσαν. / Κουστούμι προπολεμικό που είχε δυο χιλιάδες, / για γέννημα το έδωσαν, να πάρουν δυο οκάδες. / Και τι να δείτε γέννημα κι εκείνο το καημένο, / ήτανε μόνο σκύβαλο και ψειροφαγωμένο. / Χραμάκι προπολεμικό στον αργαλειό φαμένο, / για πέντε οκάδες γέννημα το έχουν πουλημένο. / Καζάνια και μπακιρικά, πιάτα μα και πιατέλες, / ώς και τις αρραβώνες τους πουλούσαν οι κοπέλες».

Ας γυρίσουμε, όμως, στη συγκλονιστική διήγηση του Μυριβήλη:

«Ηταν φωνές παιδιών, σουβλερές, γεμάτες απορία και σπαραγμό, φωνές γυναικείες ξεσυρτές σαν ρέκασμα από άγριο νυχτοπούλι, και φωνές αντρίκειες, σύντομες, βιαστικές. Τις άκουγες και καταλάβαινες πως πια δεν απόμεναν πολλές ώρες ούτε και πολλή ανάσα σ’ αυτή τη ζωή, που παρακαλιούτανε να κρατηθεί από το ξεροκόμματο που της έλειπε. Και σαν ήρθε η νύχτα και έκρυψε όλα τα σχήματα των ετοιμοθάνατων, οι φωνές αυτές έχασαν πια κάθε ατομικό χαρακτήρα και έσμιξαν σε μια πλεξούδα από παρδαλούς ήχους, μια πλεξούδα από βογκητά και παρακάλεση και οργή, που έσερνε μια λέξη, την ίδια, όλο την ίδια:

»– Πεινάω! πεινάωω! πεινάωω!»

»Και δεν ήταν τώρα πια οι ξαπλωμένοι άνθρωποι που φώναζαν μέσα στη νύχτα. Ηταν η Πολιτεία η ίδια, η Αθήνα ήταν, που ούρλιαζε από πείνα, και φώναζε με τα δέντρα των κήπων της, με τις κολόνες των ναών και με τ’ αγκωνάρια, με τους σβηστούς φανοστάτες και τους σωρούς των σκουπιδιών. Φώναζε με τα αγάλματα των ηρώων και των ευεργετών, με τα μαρμαρένια στόματα και τις σιδερένιες πόρτες, με τα αετώματα και τα στεγνά, γεμάτα σκουπίδια πηγάδια. Και τούτη η λέξη έχανε τη μορφή της, κατάπινε το σκοτάδι τη μισή κι απόμεινε η άλλη μισή να σέρνεται στο λασπωμένο χιόνι, να κολλάει στους τοίχους, να μπερδεύεται στα κλαδιά, σαν ούρλιασμα από τσακάλια πολλά, άναρθρο σύνθημα φρίκης:

»– άαωω! άαωω! άαωω!»

Το ίδιο «σύνθημα φρίκης», έναρθρο όμως, ακέραιο, «πεινάμε», μας έρχεται μήνες τώρα από την Παλαιστίνη. Από την κατερειπωμένη Γάζα. Πεινούν οι άνθρωποι εκεί. Χορταίνουν σφαίρες και μπόμπες, που πλήττουν αδιακρίτως οτιδήποτε κινείται, αλλά τους λείπει το ψωμί. Και το νερό. Και τα φάρμακα. Οι πιο πολλοί, στη Δύση και στις αραβικές χώρες, κάνουν πως δεν τ’ ακούνε το σύνθημα αυτό. Κι οι πιο σκληροί γνωματεύουν ότι δεν αληθεύει. Πώς θα μπορούσε εκείνο το λιγνό κοριτσάκι να κουβαλάει στον δρόμο προς το πουθενά, επί μία ώρα, την τραυματισμένη αδελφούλα του, αν δεν είχε φάει πλούσιο πρωινό κι ακόμα πιο πλούσιο δεκατιανό; Μην κοροϊδευόμαστε.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT