Κανείς δεν θέλει πραγματικά να μαλώνει σε διαδικτυακές πίστες αλληλοεξευτελισμού. Είναι άβολο. Είναι αλλόκοτο. Είναι σαπίλα. Και, ναι, είναι τοξικό. Κανείς δεν έχει όρεξη για μία αναβίωση του 2010, του 2015, του 2020 και του 2021. Χρονιές ζόρικες. Η κόπωση απ’ όλες αυτές τις ταυτοτικές συγκρούσεις, τις ανερμάτιστες συζητήσεις, την αγωνία ποιος θα ακυρώσει ποιον και ποιος θα κακολογήσει ποιον, δεν κρύβεται. Το έχουμε καταλάβει: απ’ όλες τις πλευρές πιο δυνατά φωνάζουν οι πιο ακραίοι, οι πιο πρόθυμοι να παινευτούν πως διαφωνούν «κάθετα» με τους «ιδεολογικούς τους αντιπάλους». Κούραση.
Η υπερπολιτικοποίηση, χωρίς αληθινό πολιτικό διάλογο, έχει καταντήσει απολύτως κουραστική. Ανάγοντας τα πάντα στο πολιτικό, κάπου χάσαμε την ικανότητα να μιλάμε πολιτικά. Ψάχνοντας πώς θα παθιαστούμε με την κοινή μας ζωή, έχουμε φτάσει στο σημείο να μην αντέχουμε ο ένας τον άλλον. Δεν τολμά να κάνει κανείς μια απλή δήλωση, η ακραίοι θα πέσουν να κανιβαλίσουν και να προσδώσουν ανυποληψία στο πρόσωπό του. Δεν τολμάει να υποστηρίξει κανείς κάτι που στην κοσμοθεωρία κάποιου άλλου φαντάζει αιρετικό ή δυσβάσταχτο ή αποπροσανατολιστικό ή απλώς λάθος, υψώνονται οι πιο βαρείς χαρακτηρισμοί.
Οι βαρείς χαρακτηρισμοί, όμως, δεν αντέχονται πια. Εχοντας εκτεθεί σε παρανοήσεις, τρολ και μισανθρωπίλα που πια ξεπερνά τη μια δεκαετία, πολλοί άνθρωποι γυρίζουν την πλάτη σ’ αυτή την οχλαγωγία – εξ ου και η κατάρρευση της δημοφιλίας πλατφορμών τύπου facebook και X στους νέους ανθρώπους. Τέλος πάντων, όλ’ αυτά έχουν λίγη σημασία. Το πρόβλημά μου είναι που η αντιπολίτευση έχει παγιδευτεί σ’ έναν αλληλοσπαραγμό άλλων εποχών. Κανείς δεν έχει όρεξη για τους καβγάδες στο τάδε ή στο δείνα μαγαζί. Κανείς δεν θέλει να του τηλεφωνήσεις με συνωμοτικό ύφος για να ξεμπροστιάσεις τα όσα απεργάζονται οι εσωκομματικοί εχθροί. Κανείς δεν έχει γενικώς όρεξη για όλη αυτή τη μικρότητα.
Βλέπω το πεδίο της πολιτικής να συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο, να γίνεται τόσο ισχνό που τελικά να παίρνουν δυσανάλογη βαρύτητα η κινητοποίηση, ο μηχανισμός, η «πολιτική επικοινωνία», οι στρατηγικοί σχεδιαστές και φυσικά η προθυμία σου να γίνεις διαδικτυακό σούργελο.
Οι εσωκομματικές αναμοχλεύσεις στα δύο προοδευτικά, υποτίθεται, κόμματα της αντιπολίτευσης ήταν και είναι ένα θέαμα πληγωτικό, εξουθενωτικό και κυρίως βαρετό. Τι είδους κοινό, τι επίπεδο διαλόγου μπορεί να χτιστεί όταν οι εκλογικές κούρσες τρέπονται σε θέματα προσώπων, παρέας, συμμαχιών; Σε τι είδους τοξικότητα έχουμε γαλουχηθεί και εκπαιδευτεί από τα πολιτικά κόμματα ώστε να μιλάμε μεταξύ μας, εμείς, οι απλοί πολίτες, σαν παλιοί εχθροί;
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης του προοδευτικού χώρου έχουν κι αυτά ευθύνη, και μάλιστα μεγάλη, για το ξενέρωμα με την πολιτική. Και το ξενέρωμα με την πολιτική φέρνει την ανάδυση της ακροδεξιάς φύρας στην κεντρική πολιτική ζωή της χώρας. Τα προοδευτικά κόμματα, αλλά και τα κόμματα της λογικής, γενικώς, άφησαν ανοιχτό το πεδίο της διαμαρτυρίας, της κριτικής και της έκφρασης των προβλημάτων του απλού κόσμου σε πρόσωπα που κατά βάθος ή φανερά εχθρεύονται την επιστήμη, τη δημοκρατία και τη λογική σκέψη. Αφησαν την ακροδεξιά να πλαισιώσει τις αγωνίες του κόσμου (που είναι υπαρκτές) και να πείσει τους καθημερινούς ανθρώπους πως μπορούν να βρουν έκφραση και ίσως λύση στο πρόβλημά τους, εάν εναποθέσουν την εμπιστοσύνη τους σε ανυπόληπτες προσωπικότητες που κι οι ίδιες απορούν με την επιτυχία του ασυνάρτητου, ακροδεξιού λαϊκισμού τους. Το οικοσύστημα της δημοκρατίας βασίζεται στη συμμετοχή και στον πλούσιο διάλογο. Ομως, πολλοί πολιτικοί και στελέχη φαίνεται να ψάχνουν απλώς ακολούθους και views. Tο γενικό ξενέρωμα με την πολιτική συνεχίζεται κι είναι απολύτως επικίνδυνο.