Η Δημοκρατία αναπνέει και επιβιώνει όταν υπάρχουν αναχώματα και αντίβαρα στις υπερβολές, στα καμώματα, στις παρανομίες και στη βούληση του «αρχηγού». Χωρίς αυτά οι δημοκρατίες είναι καταδικασμένες να μαραζώνουν ή να πεθαίνουν, γιατί τους λείπει είτε το οξυγόνο είτε το φως της διαφάνειας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν για δεκαετίες ο «φάρος» της Δύσης σε ό,τι αφορά τα θεσμικά αντίβαρα στον αυταρχισμό. Η δικαιοσύνη, η νομοθετική εξουσία, οι θεσμοί και τα μέσα ενημέρωσης συνιστούσαν αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονόμαζαν checks and balances. Ενα ένα ροκανίζονται ή και καταρρέουν.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δεν είναι το δικαστήριο των σοφών και των γιγάντων της νομικής επιστήμης, που έβρισκε τη χρυσή τομή με αμοιβαίους συμβιβασμούς μεταξύ συντηρητικών και φιλελευθέρων. Οι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές και γερουσιαστές είναι όμηροι του Τραμπ. Αυτό φάνηκε με τον πιο περίτρανο τρόπο μετά την 6η Ιανουαρίου. Αρχικά καταδίκασαν όλοι τη στάση του και τα έκτροπα των διαδηλωτών. Λίγες ημέρες μετά τα γύρισαν, γιατί φοβήθηκαν την εκδικητική του μανία. Κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες συμπεριφέρθηκαν σαν νάνοι. Τα μέσα ενημέρωσης έπαιξαν τον ρόλο τους. Με υπερβολές πολλές φορές, κιτρινίζοντας ή ξεπερνώντας τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο σχόλιο και στην είδηση. Το έκαναν, όμως. Εως τώρα.
Τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν μια τεράστια κρίση, στις ΗΠΑ αλλά και παγκοσμίως. Στην εποχή του άναρχου αλλά και σκοτεινού Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η επιβίωσή τους δεν είναι δεδομένη. Σε πολλές περιπτώσεις σημαντικά έντυπα χρειάστηκαν τη στήριξη ισχυρών και πολύ πλούσιων ανθρώπων για να επιβιώσουν, με βασικό παράδειγμα τη θρυλική «Ουάσιγκτον Ποστ» και τον Τζεφ Μπέζος, ο οποίος την αγόρασε και για ένα πολύ μεγάλο διάστημα δεν ανακατευόταν στη χάραξη της γραμμής και στην επιλογή του περιεχομένου. Αυτό άλλαξε με την απόφασή του να βάλει βέτο στην υποστήριξη της εφημερίδας στη Χάρις. Εχει επιχειρήματα, όπως π.χ. ότι μια τέτοια δήλωση δεν έχει πια τόσο μεγάλη αξία και πως θα έκανε ακόμη πιο καχύποπτους απέναντι στην εφημερίδα τους ψηφοφόρους του Τραμπ. Η «πιάτσα», όμως, επιμένει ότι ο Μπέζος φοβήθηκε την εκδικητικότητα του Τραμπ, ο οποίος τον τιμώρησε στο παρελθόν λόγω της στάσης της εφημερίδας. Η «Ποστ» μπήκε σε μία ακόμη πιο μεγάλη κρίση έπειτα από αυτήν την εξέλιξη. Ο Μασκ πανηγυρίζει γιατί θέλει τον θάνατο κάθε παραδοσιακού μέσου και την επανεκλογή του Τραμπ. Ενα ακόμη θεσμικό αντίβαρο ροκανίστηκε, ένα ακόμη σημάδι πως η αμερικανική δημοκρατία έχει μπει σε μια σκοτεινή και αβέβαιη περίοδο.