Στην οδό Αμοργού έφτασα διασχίζοντας με τα πόδια ένα μικρό κομμάτι της Κυψέλης. Αφρικανικά κομμωτήρια και μίνι μάρκετ, άνδρες μετά τη δουλειά που έπιναν μπίρα στον δρόμο καθισμένοι σε πλαστικές καρέκλες. Μπαλκόνια σαν μικροί κήποι. Παλιές, καφετί πολυκατοικίες. Μου πήρε ώρα να φτάσω. Ηταν πολύ όμορφα.
Πήγαινα στο θέατρο να παρακολουθήσω μία συζήτηση του Εντουάρ Λουί (γεν. 1992) με την κριτικό λογοτεχνίας και φίλη του Μαίρη Καιρίδη (γεν. 1993). Αδυνατούσα να βιαστώ, γιατί η Κυψέλη λειτουργούσε πάνω μου υπνωτιστικά. Στρίβοντας στον σωστό δρόμο είδα ένα πλήθος νέων γυναικών. Ενα αγόρι στεκόταν στο πλάι και διάβαζε ένα βιβλίο στ’ αγγλικά – όχι το βιβλίο του Εντουάρ Λουί.
Η συζήτηση γινόταν με αφορμή μία ιστορία χαράς. «Η Μονίκ δραπετεύει». Συνεχίζοντας την αυτομυθοπλαστική σάγκα βίας, σκληρότητας και προσωπικής απελευθέρωσης που πλέκει εδώ και χρόνια ο Εντουάρ Λουί, σ’ αυτό το βιβλίο αφηγείται τη μεγάλη έξοδο μίας γυναίκας της εργατικής τάξης, της μητέρας του, από μία κακοποιητική σχέση. Η Μονίκ ξυπνάει για πρώτη φορά και δεν έχει να πλύνει και να καθαρίσει. Ανακαλύπτει τη σιωπή και τη γαλήνη ενός σπιτιού που δεν απαιτεί βούρτσισμα. Το κτήνος που τη βρίζει και τη μειώνει, τον σύντροφό της, το εγκαταλείπει.
Ο Εντουάρ Λουί μίλησε με άνεση για όλ’ αυτά σ’ ένα κατάμεστο θέατρο. Οπως πάντα, άνοιξε την τρυφερή του καρδιά και απευθύνθηκε με ειλικρίνεια σ’ ένα κοινό που τον λατρεύει. Είδα γυναίκες μόνες τους, παρέες μικρών κοριτσιών, νεαρά αγόρια σε αγέλες και ανθρώπους που σίγουρα διαφωνούν πολιτικά με τον Λουί (όλα του τα έργα, έως τώρα, είναι η καταγραφή της ζωής της κατώτερης εργατικής τάξης και τα ζητήματα είναι γι’ αυτόν ταξικά), αλλά σε μία υγιή απόπειρα να μην είναι ή φαίνονται κλειστόμυαλοι διαβάζουν.
Αλλωστε, ο Εντουάρ Λουί είναι ένας σταρ της λογοτεχνίας, που μάλιστα έχει αναπτύξει δεσμούς με την Αθήνα. Φαίνεται να αγαπάει την πόλη και η πόλη τού το ανταποδίδει.
Η ιδέα για το βιβλίο «Η Μονίκ Δραπετεύει» τού ήρθε όταν βρισκόταν στην Αθήνα, σε μία από τις αμέτρητες επισκέψεις του, για να εργαστεί πάνω σ’ ένα θεατρικό έργο. Η συζήτηση κινήθηκε από το θέμα της βίας, στο ζήτημα των υλικών προϋποθέσεων της συγγραφής με την κλασική αναφορά στη Βιρτζίνια Γουλφ, η οποία μίλησε για όσα χρειάζεται πραγματικά μία γυναίκα συγγραφέας: πρέπει να της δώσεις λεφτά, δωμάτιο και την ησυχία της (αυτά λέει η Γουλφ στο «Ενα Δικό της Δωμάτιο»).
Ο Εντουάρ Λουί γράφει απλά, λιτά, με μαζική απεύθυνση. Τα βιβλία του ευτύχησαν στα ελληνικά: τα μεταφράζει η Στέλα Ζουμπουλάκη και τα βγάζουν οι Αντίποδες. Καθοδηγούμενος από τις έξυπνες ερωτήσεις της Καιρίδη, είπε πως δεν φοβάται το συναίσθημα. «Αγαπώ το συναίσθημα, είμαι γκέι άντρας». Προηγουμένως είχε εξηγήσει πως οι κριτικοί θα πασχίσουν να σε κατηγορήσουν για έντονα συναισθήματα, αυτοαναφορικότητα και υπερβολική έκθεση, λες και είναι κάτι κακό. Λίγο πολύ τα έβαλε με την άψυχη λογοτεχνία, το παιχνίδι κατασκευαστικών έργων, δηλαδή, αυτή τη μιζέρια όπου ο συγγραφέας παίζει με τα λόγια χωρίς να αναλαμβάνει ρίσκα, να εκτίθεται και να δίνει ψυχή. Τα έργα του Σοφοκλή έχουν έντονα συναισθήματα, είπε, αλλά δεν τα λες κι άσχημα.
Το «Η Μονίκ δραπετεύει» μάλλον θα είναι το προτελευταίο βιβλίο σ’ έναν κύκλο έργων για την οικογένεια. Ο συγγραφέας έχει ήδη παγκόσμια αναγνώριση και κοινό από το Παρίσι μέχρι το Σάο Πάολο, ενώ στο θέατρο έχει συνεργαστεί με θρυλικά ονόματα. Λίγη σημασία έχουν αυτά. Το πιο σπουδαίο είναι η τρυφερότητα και η ειλικρίνειά του, μέσα σ’ έναν κοφτό λόγο που επιδιώκει την έκθεση και το ξεβόλεμα. Η απλότητα, φυσικά, είναι δύσκολη πίστα, όπως επισήμανε η Καιρίδη, και ο Λουί συμφώνησε λέγοντας πως μπορεί να χρειαστούν και δεκαεπτά ξαναγραψίματα.
Φεύγοντας από την οδό Αμοργού το πλήθος έγινε άτομα που το καθένα είχε στην τσάντα του τη Μονίκ, τον Εντί, την «Ιστορία της Βίας». Μπορεί να πήγαν για ένα ποτό ή να περπάτησαν στη βραδινή Πατησίων. Μπορεί να έβγαλαν βόλτα το σκυλί τους. Να οδήγησαν στην Αλεξάνδρας, να στάθηκαν λίγο στα σκαλιά να σκεφτούν όσα είχαν ακούσει. Φτάνοντας σπίτι ο καθένας, πάντως, κουβαλούσε όχι ένα κομμάτι του Λουί, αλλά ένα ολοδικό του, διυποκειμενικό σύμπαν υπό διαρκή αναδιαμόρφωση, φτιαγμένο από τις λέξεις του συγγραφέα και τον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη.