Παρακολουθώ τα όσα διαδραματίζονται σχετικά με την παρέμβαση του Τζεφ Μπέζος στην εφημερίδα του «Ουάσιγκτον Ποστ» και προσπαθώ να υποθέσω πώς θα ενεργούσε η Κάθι Γκράχαμ, η κόρη του Γιουτζίν Μέγιερ που αγόρασε τη χρεοκοπημένη εφημερίδα το 1933 σε πλειστηριασμό. Η Γκράχαμ ανέλαβε τη διοίκηση της «Ουάσιγκτον Ποστ» το 1963, μετά την αυτοκτονία του συζύγου της Φίλιπ Γκράχαμ. Παρότι εντελώς άπειρη στα νέα της καθήκοντα είχε μια ξεκάθαρη θέση για τις σχέσεις μιας εφημερίδας με την πολιτική εξουσία. Η είδηση πάνω απ’ όλα, υιοθετώντας την άποψη του Φ. Γκράχαμ ότι «οι ειδήσεις είναι ένα προσχέδιο της Ιστορίας». Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της να φέρει δίπλα της τον Μπεν Μπράντλι, έναν υπέρμαχο της ελευθεροτυπίας, παθιασμένο με τη δουλειά του, ο οποίος μονίμως έλεγε πως «στην απαγόρευση της δημοσίευσης απαντάς με τη δημοσίευση». Βαριά κουβέντα που το δίδυμο Γκράχαμ – Μπράντλι την έκαναν πράξη όταν το 1971, ακολουθώντας τους New York Times, δημοσίευσαν αποσπάσματα της μελέτης που διέταξε ο Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα για τη στάση όλων των αμερικανικών κυβερνήσεων στο ζήτημα του Βιετνάμ. Μέσα από τα επίσημα έγγραφα αυτής της μελέτης αποδεικνυόταν πως όλοι ανεξαιρέτως οι πρόεδροι των ΗΠΑ απέκρυπταν την αλήθεια από τους πολίτες για την ανάμειξη της χώρας τους στη Νοτιοανατολική Ασία. Πού βρισκόταν το ηθικό δίλημμα της Γκράχαμ; Ο ΜακΝαμάρα ήταν στενός οικογενειακός της φίλος που της συμπαραστάθηκε στα δύσκολα χρόνια μετά την αυτοκτονία του συζύγου της. Οπως ήταν επόμενο, μετά τη δημοσίευση αυτών των εγγράφων, η «Ουάσιγκτον Ποστ» βρέθηκε απέναντι στο σκληρό, εκδικητικό σύστημα των Νίξον – Μίτσελ.
Από την εμβληματική Κάθι Γκράχαμ και την «υπόθεση ΜακΝαμάρα», στην παρέμβαση Τζεφ Μπέζος στην εφημερίδα του «Ουάσιγκτον Ποστ».
Αλλα ήθη, άλλοι καιροί. Ετσι είναι, με δεδομένο ότι η οικογένεια Γκράχαμ δεν είχε επενδύσει και σε άλλους τομείς, πέραν της ενημέρωσης και συνεπώς οι σχέσεις της με την πολιτική εξουσία ήταν, όσο μπορούσε να γίνει, πιο χαλαρές. Με απλά λόγια δεν υπήρχε εξάρτηση που θα οδηγούσε σε αυτολογοκρισία. Οι ενδοιασμοί της Κάθι Γκράχαμ ήταν αμιγώς συναισθηματικοί και αφορούσαν το πρόσωπο ενός επιστήθιου φίλου της, που θα τραυμάτιζε τη δημόσια εικόνα του δημοσιεύοντας μέρος της μελέτης που αυτός παρήγγειλε.
Σήμερα, ο ιδιοκτήτης της ιστορικής εφημερίδας από το 2013, ο Τζεφ Μπέζος, έχει συμφέροντα σχεδόν σε όλους τους οικονομικούς τομείς, μερικά δε εξ αυτών αφορούν κρατικά προγράμματα δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εμείς δικαιούμαστε να εικάζουμε ότι, όταν λαμβάνει μια κρίσιμη απόφαση για την εφημερίδα του, έχοντας μια σφαιρική εικόνα των δραστηριοτήτων του, συνυπολογίζει τα κόστη και τα οφέλη που θα έχει αυτή η απόφαση και στις λοιπές δραστηριότητές του. Μπορεί να τον αδικούμε, όμως αυτό που στην Ελλάδα από το 1990 ονομάσαμε διαπλοκή, είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που πληγώνει την ελευθεροτυπία και μας δίνει το δικαίωμα για τέτοιες εικασίες. Η είδηση και το σχόλιο μερικές φορές καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης.