Θα μπορούσε κανείς να αφηγηθεί το αμερικανικό δράμα εστιάζοντας μόνο σε δύο πρόσωπα – στους δύο πλουσιότερους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών: τον Τζεφ Μπέζος και τον Ελον Μασκ.
Πριν από έντεκα χρόνια, ο Μπέζος έδωσε 250 εκατ. δολάρια για να αγοράσει ένα θεσμό της δημόσιας ζωής στην Αμερική: την Washington Post. Η εφημερίδα είχε χάσει την αίγλη της. Επί των ημερών του, όμως, απέκτησε ψηφιακά αντανακλαστικά, αύξησε πολύ τους συνδρομητές της, ξαναβρήκε μέρος της επιρροής της, τουλάχιστον στους κόλπους της αμερικανικής ελίτ.
Η απόφαση του Μπέζος να αποτρέψει τη στήριξη της εφημερίδας στη Χάρις –με το σκεπτικό ότι τα μεροληπτικά άρθρα βλάπτουν την αξιοπιστία του Μέσου– έχει οδηγήσει στην απώλεια 250.000 συνδρομητών μέσα σε πέντε ημέρες. Το ρεπορτάζ για τη μαζική φυγή δημοσιεύτηκε στην ίδια τη Washington Post.
Πριν από δύο χρόνια, ο Μασκ έδωσε πάνω από 40 δισ. δολάρια για να αγοράσει το πιο πολιτικοποιημένο από τα Μέσα της ψηφιακής σφαίρας: το Twitter. Η πλατφόρμα, που είχε αποβάλει τον Ντόναλντ Τραμπ με την κατηγορία πως τη χρησιμοποιούσε για να υποδαυλίζει μίσος και βία, άλλαξε το όνομα και τον αλγόριθμό της, έτσι ώστε να πριμοδοτεί περισσότερο τις δημοσιεύσεις που προκαλούν «συγκινήσεις» – με πρώτες τις «εκπυρσοκροτήσεις» του νέου της ιδιοκτήτη.
Ο ρόλος των δύο πιο πλούσιων Αμερικανών στις εκλογές.
Ο Μασκ είναι πλέον ένας από τους πιο γενναιόδωρους χρηματοδότες της καμπάνιας του Τραμπ. Συμμετέχει αυτοπροσώπως, σαν εμψυχωτής, στις εκδηλώσεις του. Προεξοφλεί κιόλας τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, σε έναν ειδικό ρόλο κυνηγού της γραφειοκρατίας και της «σπατάλης» (θα κόψει, είπε, τρία τρισ. δημόσιων δαπανών).
Αν ο Μασκ μοιάζει τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο με καρικατούρα σατανικού ολιγάρχη, βγαλμένη από αμερικανικό κόμικ, ο Μπέζος είχε καταφέρει να τιμήσει τον ιστορικό τίτλο που απέκτησε. Αντεξε στο μπούλινγκ του Τραμπ και στις απειλές ότι θα υποστούν «κυρώσεις» οι επιχειρήσεις του. Εθεσε ως πρόταγμα της εφημερίδας το μεγαλόστομο μότο: «Η Δημοκρατία Πεθαίνει στο Σκοτάδι». Ηταν προφανές ποιος ενσάρκωνε το «Σκοτάδι».
Η διολίσθηση του Μασκ σε σπόνσορα του σκότους εξηγείται εύκολα. Σχεδόν το ομολογεί και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του «Χ» ότι η «πολιτική» του προτίμηση ταυτίζεται με την προσπάθειά του να εξαγοράσει ένας μέρος της εξουσίας, χωρίς χρεία προσχημάτων και αντιπροσώπων.
Η υποχώρηση του Μπέζος συνιστά ένα πολύ πιο ανησυχητικό σημάδι. Οι δικαιολογίες του –ότι ο πλούτος, όπως έγραψε, είναι και ένα τείχος που του επιτρέπει να αντιστέκεται στις πολιτικές πιέσεις– δεν είναι πειστικές.
Είναι μάλλον μια ομολογία ότι δεν έχει πια νόημα να προσπαθείς να αντιτάξεις στο χάος τον συγκροτημένο λόγο μιας εφημερίδας. Η χοάνη του «Χ» θα σε καταπιεί.