Είναι σημαντικό να έχουμε υπ’ όψιν ότι ο καθηγητής γυμνασίου που μοίρασε στους μαθητές του φυλλάδια γεμάτα με αποφθεγματικά λόγια μίσους εναντίον των γκέι δεν προέβη στην πράξη αυτή στο πλαίσιο κάποιας ομοφοβικής σταυροφορίας. Το πιθανότερο, δηλαδή, είναι πως ο εκπαιδευτικός δεν απέβλεπε στην πρόκληση σκανδάλου ή στην προσβολή συγκεκριμένων προσώπων (αν και δεν λείπουν από την καθημερινή ζωή τέτοιοι προβοκάτορες). Το πρόβλημα είναι δυστυχώς πιο βαθύ και συστημικό: οι ασυναρτησίες περί ομοφυλοφίλων που είναι τάχα χειρότεροι από δολοφόνους απηχούν μια διαχρονική θρησκευτική και σε μεγάλο –αν και ολοένα μειούμενο– βαθμό κοινωνική αντίληψη περί «φυσιολογικότητας». Ο καθηγητής δεν είναι εμπνευστής της ρητορικής μίσους, αλλά ένας από τους μηχανισμούς αυτόματης αναπαραγωγής της, που λέει αυτά που λέει πλήρως πεπεισμένος πως είναι «κανονικά» και αυτονόητα. Ο,τι ο πολιτισμένος νους αντιλαμβάνεται ως εξωφρενική επίθεση στη λογική (βλ. ταύτιση της σεξουαλικότητας και της συναινετικής επαφής με την εγκληματικότητα και την ηθική διαφθορά) η αρχαϊκή κουλτούρα δαιμονοποίησης του «διαφορετικού» το υπολογίζει ως αντικειμενικό δεδομένο. Εξ ου και η αντίδραση των ομοφοβικών όταν η ομοφοβία τους προκαλεί στους άλλους φρίκη, είναι πάντα βουτηγμένη στην απορία: «Σιγά, τι είπα;».
Θεολογική αναγκαιότητα
Η αντίδραση του καθηγητή μετά την κατακραυγή είναι ενδεικτική: «Αυτά διάβασα, αυτά σπούδασα». Η παθητικοεπιθετική θέση του σημαίνει δύο πράγματα: Αφενός ότι, κατά τη γνώμη του, δεν κηρύσσει κάτι υποκειμενικό ή παράλογο, αλλά αυτά που βρήκε έτοιμα και που, για να τα διάβασε και να τα σπούδασε, δεν μπορεί παρά να διαθέτουν κύρος το οποίο υπερβαίνει τις διαμαρτυρίες μας. Αφετέρου, ότι έκανε τη δουλειά του. Εδώ, ο καθηγητής δεν έχει τυπικά άδικο. Ο άνθρωπος είναι θεολόγος· εφόσον το σχολικό μάθημα που διδάσκει έχει ακόμη δογματικό αντί για φιλοσοφικό ή εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, κι εφόσον οι μαθητές δεν λαμβάνουν από αυτό ακαδημαϊκές γνώσεις αλλά βολές χριστιανικής προπαγάνδας, ο λόγος μίσους είναι συμβατός με το αντικείμενό του. Δεν φταίει ο καθηγητής αν η Εκκλησία δεν έχει μεταρρυθμιστεί· δεν φταίει αυτός αν ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σύμφωνα με όσα αποδίδονται σε αυτόν, δεν ήταν και τόσο χρυσόστομος όταν μιλούσε για την ομοφυλοφιλία.
Η κρατική περφόρμανς
Εδώ είναι που εμφιλοχωρεί η κρατική υποκρισία. «Τα σχολεία είναι χώροι εκπαίδευσης, φιλίας, σεβασμού και αλληλεγγύης. Η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει να σέβεται και να προωθεί αυτές τις αρχές», ανακοίνωσε το υπουργείο Παιδείας. Η εκπαιδευτική κοινότητα ασφαλώς και οφείλει να σέβεται τις εν λόγω αρχές, αλλά και το κράτος οφείλει να καταρτίζει ένα πρόγραμμα σπουδών που δεν αντιτίθεται στις αρχές των οποίων τον σεβασμό απαιτεί. Η προβληματική φύση των Θρησκευτικών δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν· το μάθημα ήταν πάντα το ίδιο. Οπως διδάσκονται, τα Θρησκευτικά δεν προάγουν τον ανθρωπισμό στον οποίο μας παραπέμπει η όμορφη ανακοίνωση του υπουργείου, αλλά έναν σταθερά μονοδιάστατο και αντιπνευματικό τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων, βασισμένο στην εχθροπάθεια, στην καχυποψία και στους στενούς ορίζοντες. Από μια τέτοια κατάσταση δεν προκύπτουν εκπαιδευτικό υλικό και ευκαιρίες υγιούς προβληματισμού, αλλά διάφορες εκδοχές φανατισμένης κακότητας που προτιμότερο από το να αποδοκιμάζονται κατόπιν εορτής είναι να προλαμβάνονται.
Θέμα ποιότητας
Παίζει, βέβαια, τον ρόλο του και το ποιόν του διδάσκοντος. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών συναρτάται αναπόφευκτα με τη σχέση Κράτους – Εκκλησίας που κανείς σε αυτή τη χώρα (ούτε καν η τόσο πομπώδης Αριστερά!) δεν τολμάει να αγγίξει, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν τη μέριμνα που δεν δείχνει το κράτος, την έδειχναν οι καθηγητές στη θέση του. Οποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να παρακάμψει την ασχήμια της διδακτέας ύλης και να οδηγήσει τους μαθητές στη γνώση από πολλές άλλες οδούς. Οποιος θέλει να διαφωτίσει τους μαθητές σχετικά με τη θέση της Εκκλησίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία (αυτή ήταν, υποτίθεται, η αποστολή του καθηγητή εν προκειμένω) μπορεί να το κάνει με σοβαρότητα, ευγένεια και επιστημονικά εργαλεία, διαχωρίζοντας δηλαδή το θρησκευτικό δόγμα και την εκκλησιαστική παράδοση από την κοινωνική πραγματικότητα, και αποφεύγοντας την έκθεση των ανηλίκων σε ιδέες και εκφράσεις που δημιουργούν ή συντηρούν τραύματα.
Το σωτήριο cringe
Υπάρχει πάντως και ένα καλό στην υπόθεση: το γεγονός ότι γνωστοποιήθηκε. Και γνωστοποιήθηκε επειδή οι μαθητές βρήκαν σφάλμα στην κακοήθεια· κατάλαβαν ότι άκουγαν επικίνδυνες ανοησίες, αισθάνθηκαν αμήχανοι και προσβεβλημένοι και απευθύνθηκαν στους γονείς τους επειδή η «φυσιολογικότητα» που τους παρουσίασε ο θεολόγος τούς φάνηκε εξαιρετικά αφύσικη. Η έκφραση δυσαρέσκειας εκ μέρους των μαθητών δεν είναι καθόλου αμελητέα. Ο καταιγισμός βίαιων ερεθισμάτων, κεκαλυμμένων ή απροκάλυπτων, καθιστά συχνά την καταγγελία περιττή· τις περισσότερες φορές, η περιρρέουσα ομοφοβία είναι τόσο παγιωμένη, που οι δέκτες της, γκέι ή μη, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να την αναφέρουν. Σκέφτονται ότι δεν αξίζει τον κόπο, ότι δεν θα αλλάξει κάτι, ότι αυτός είναι ο κόσμος. Να που τελικά ο κόσμος δείχνει να αλλάζει. Να που ο κόσμος άρχισε να μιλάει.