Ο Θανάσης Βαλτινός ήταν καθαρόαιμος συγγραφέας. Εφτιαξε έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό τρόπο γραφής. Αν υπάρχει ένας «βαθμός μηδέν» της γραφής που λέει και ο Μπαρτ, ένα σημείο απόλυτης αφηγηματικής καθαρότητας, αυτός κυριαρχεί σε όλο του το έργο. Από την «Κάθοδο των Εννιά», τα δύο «Συναξάρια» του Ανδρέα Κορδοπάτη ώς την «Ορθοκωστά». Μπορεί να μην έχει αφήσει εμβληματικούς ήρωες ή χαρακτηριστικά επεισόδια, όμως έχει αφήσει κάτι πολυτιμότερο, το ρυθμικό υπόβαθρο που τους αναδεικνύει. Στο τέλος, αυτό σου μένει. Ενας ασθματικός ρυθμός, σχεδόν με κομμένη την ανάσα, που γράφεται μέσα σου σχεδόν ασυνείδητα. Οπου η συνείδηση στην περίπτωση θα ήσαν οι εκπεφρασμένες σκέψεις του, ο σχολιασμός των γεγονότων που καταγράφει. Δεν υπάρχουν στο έργο του. Οι κοφτές του φράσεις είναι σαν να μιλάνε με αυτά που δεν λένε. Με τις σιωπές τους, που περιμένουν από τον αναγνώστη να τις καλύψει με τις δικές του σκέψεις. Αν και οι υποθέσεις του εκτυλίσσονται μέσα σε προσδιορισμένο ιστορικό πλαίσιο, είναι σαν να αφήνει την ιστορία να μιλήσει από μόνη της. Δουλειά του δεν είναι να την κρίνει. Είναι να καταγράψει τους κραδασμούς της, που θα σου επιτρέψουν να σχεδιάσεις το σεισμογράφημά της. Στο δεύτερο «Συναξάρι», που διαδραματίζεται από τους Βαλκανικούς έως το ’22, δεν διαγράφεται η μεγάλη εικόνα της εποχής. Καταγράφει τη «χαμηλή» βλάστηση. Οπως ο Σταντάλ βάζει τον ήρωά του στο «Μοναστήρι της Πάρμας» να διατρέχει το πεδίο του Βατερλώ καταγράφοντας τη βία και τον παραλογισμό.
Είναι «πολιτικός» συγγραφέας ο Βαλτινός; Δεν ξέρω. Ούτως ή άλλως, οι κατηγοριοποιήσεις αυτού του τύπου αποδεικνύονται έωλες όταν υπόκεινται στη βάσανο της καθαρόαιμης γραφής. Πάντως, η «Ορθοκωστά» του, όταν πρωτοεκδόθηκε το 1994, ερέθισε τα πολιτικά ήθη. Δεκαετία του ’90, ηγεμονία της Αριστεράς στη διανόηση και ο Βαλτινός τολμάει να εκδώσει ένα βιβλίο με τις μαρτυρίες όσων κρατήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχε οργανώσει ο ΕΛΑΣ σ’ ένα μοναστήρι της Αρκαδίας, την Ορθοκωστά. Ο Τσίρκας και ο Αλεξάνδρου είχαν ήδη εκδώσει τα αιρετικά τους κείμενα. Αλλά ο Βαλτινός το οδήγησε στα άκρα του. Στην Ορθοκωστά κρατούσαν τους «δωσίλογους», τους πολιτικούς και ιδεολογικούς τους αντιπάλους για την ακρίβεια. Και ο Βαλτινός αποπειράθηκε να τους δικαιώσει καταγράφοντας τις μαρτυρίες τους από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του ΕΛΑΣ. Και το χειρότερο: αποδεικνύει ότι ο Εμφύλιος ξεκίνησε πριν φύγουν οι Γερμανοί κατακτητές από την Ελλάδα. Ακολούθησαν οι μελετητές της Ιστορίας.
Ο Βαλτινός έγραφε δύσκολα. Εκανε πεζογραφία σαν να έγραφε ποίηση, δίνοντας σημασία στην κάθε λέξη και στον ρυθμό της φράσης. «Η πρόζα που χορεύει» έλεγε απαξιωτικά ο Σεφέρης. Ομως ο Βαλτινός απέδειξε πως μπορεί η πρόζα να έχει τον δικό της ρυθμό και να τον υπηρετεί με τον δικό της χορό.