Λένε πολλά εναντίον της: ότι δεν έχει βαθιά γνώση των πολιτικών πραγμάτων (κυρίως της εξωτερικής πολιτικής), ότι δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρή, ότι γελάει πολύ (αρκετοί υπονοούν ότι η πρόσχαρη διάθεση είναι προϊόν καταχρήσεων), ότι ως αντιπρόεδρος δεν έκανε και πολλά, ότι δεν είναι ευφυής, ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις συνεντεύξεις, ότι κρύβει τα αληθινά της πιστεύω (τα οποία είναι τάχα μαρξιστικά!). Είναι ομολογουμένως πολύ εντυπωσιακό ότι οι επικριτές της Κάμαλα Χάρις την ανατέμνουν εξονυχιστικά και αλύπητα –μέχρι και για το αν και κατά πόσον δικαιούται να συγκαταλέγεται μεταξύ των «φυλετικών» μειονοτήτων βάσει της απόχρωσης του δέρματός της έχουν επιχειρηματολογήσει–, την ίδια ώρα που οι ευτράπελες παραστάσεις του Ντόναλντ Τραμπ περνούν απαρατήρητες ή απλώς του συγχωρούνται σαν να μην τρέχει τίποτα. Η Κάμαλα Χάρις είναι υπόλογη ακόμη και για τον ρυθμό της ομιλίας της, ενώ ο αντίπαλός της έχει το δικαίωμα να εκδηλώνει την τετραπέρατη περσόνα του σε όλο της το γραφικό μεγαλείο, χωρίς οι αυστηροί κριτές της Κάμαλα να προβληματίζονται για την αναξιοπιστία του κριτηρίου τους, που τη μία λειτουργεί άτεγκτα και την άλλη με τη μεγαλύτερη δυνατή ελαστικότητα. Η μάχη ήταν εξαρχής άνιση και στην ουσία της απολιτική· γι’ αυτό και είναι σήμερα τόσο επικίνδυνη.
Σύγκρουση κόσμων
Στην ομιλία της στην Ουάσιγκτον, η Κάμαλα Χάρις έθεσε το διακύβευμα στη σωστή του βάση. Αυτές οι εκλογές δεν σηματοδοτούν την επιλογή μεταξύ δύο διαφορετικών υποψηφίων και δύο διαφορετικών κομμάτων. Μια τέτοια «business as usual» συνθήκη θα ήταν δημοκρατικώς θεμιτή – άλλωστε η υποψήφια πρόεδρος υπογράμμισε πόσο σημαντικό είναι στην πολιτική να σέβεσαι τους διαφωνούντες, να συνομιλείς μαζί τους, αλλά και να τους δίνεις θέση στο τραπέζι (αυτό σκοπεύει να κάνει η ίδια, λέει). Ομως η επιλογή που καλούνται να κάνουν τώρα οι Aμερικανοί ψηφοφόροι είναι περισσότερο υπαρξιακή παρά οτιδήποτε άλλο, καθώς ξεφεύγει από τη διάζευξη δύο εξίσου συμβατικών εκδοχών πολιτικής. Σε αυτές τις εκλογές συγκρούονται δύο θεμελιωδώς διαφορετικοί ηθικοί κώδικες, δύο διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις: η μία, με όλα της τα ελαττώματα, εκφράζει πίστη στους θεσμούς, στα δικαιώματα, στην ελευθερία· η άλλη αποβλέπει στην ανατροπή των δημοκρατικών κεκτημένων και διακατέχεται από εκδικητικά ισοπεδωτική διάθεση. Η επιβεβαίωση έρχεται από την ομιλία του Τραμπ στο Ουισκόνσιν: μάταια θα προσπαθήσει κάποιος να εντοπίσει σε αυτήν αναφορές σε ουσιαστικούς πολιτικούς στόχους. Στο ευχολόγιο του «Make America great again» χώρεσαν κυρίως αυτοκολακείες (ο Τραμπ εξυμνεί τον εαυτό του και συμμάχους σαν τον Ελον Μασκ), απόπειρες αντισυστημικής αυτοθυματοποίησης και η κλασική ρητορική της διαίρεσης: για τον Τραμπ ο λαός δεν είναι ενιαίος, αλλά χωρίζεται στους καλούς οπαδούς του και στους κακούς οπαδούς της άλλης πλευράς.
Οι δύο λίστες
Η διαίρεση των πολιτών είναι η τραμπική παγίδα στην οποία έπεσαν απερίσκεπτα και οι υπεράνω εμφυλιοπολεμικών ενστίκτων Δημοκρατικοί, πάντως. Η στιγμή που ο Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε τους οπαδούς του Τραμπ «σκουπίδια» δεν ήταν μόνο ατυχής, αλλά και ακουσίως δηλωτική μιας γενικότερης στάσης υπεροψίας των ελίτ απέναντι στους αντιδραστικούς «rednecks». Σε αυτόν ακριβώς τον σνομπισμό βασίστηκε κατά μεγάλο μέρος και η επιτυχία του κινήματος Τραμπ· αυτό το προϋπάρχον κοινωνικό χάσμα κεφαλαιοποίησε ο υποψήφιος πρόεδρος για να διχάσει περαιτέρω το έθνος και τελικά να το εξουσιάσει. Ωστόσο, έστω και αργά, η υποτιμημένη Κάμαλα κατάλαβε ότι η προσδοκώμενη νίκη δεν μπορεί να επιτευχθεί διά του κατατεμαχισμού του κοινωνικού σώματος σε στρατόπεδα. «Την πρώτη του ημέρα, αν εκλεγεί, ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπει στο Οβάλ Γραφείο με μια λίστα εχθρών. Αν εκλεγώ εγώ, θα μπω στο γραφείο με λίστα πραγμάτων που πρέπει να κάνω με σειρά προτεραιότητας για τους Αμερικανούς πολίτες». Αυτή είναι και η ουσία: η δουλειά. Οι έριδες, οι πολιτισμικές διαφορές και η εκατέρωθεν υστερίες δεν εξαφανίζονται· καταλαγιάζουν όμως όταν υπάρχουν ηγεσίες που εργάζονται, αντί να ρίχνουν λάδι στη φωτιά.